Εισαγωγικό σημείωμα σειράς κειμένων "Τίς πταίει;":
Στις εκλογές του 2019 μόλις 57,78% του ελληνικού εκλογικού σώματος συμμετείχε. Αφαιρώντας τα λευκά και τα άκυρα ψηφοδέλτια ο αριθμός αυτός πλησιάζει ακόμη περισσότερο το ήμισυ των Ελλήνων που έχουν δικαίωμα ψήφου, παρότι το τελευταίο διευρύνθηκε ηλικιακά και για νέους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος ζωής τους. Η δεκαετία οικονομικής κρίσης και ανθρώπινης εξαθλίωσης, η τακτική "κωλοτούμπας" και αθέτησης προεκλογικών δεσμεύσεων, πληθώρα σκανδάλων που εκτείνονται σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολίτευση και σωρεία άλλων παραγόντων εντός και εκτός χώρας, έχουν οδηγήσει (στην καλύτερη περίπτωση) σε μία επιτηδευμένη αδιαφορία προς την πολιτική μεγάλου τμήματος του πληθυσμού (στη χειρότερη στο αίσθημα απέχθειας, αηδίας). Ωστόσο, δυστυχώς ή ευτυχώς, στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία δυτικού τύπου όπου ζούμε, αν έχουμε ακόμη ως λαός κάποιον τρόπο άμεσης επιρροής των εξελίξεων και αποφάσεων, αυτός είναι η ψήφος μας κάθε τέσσερα χρόνια.
Η σειρά, λοιπόν, αυτή κειμένων έχει ως στόχο την προτροπή, όχι προς κάποια συγκεκριμένη ιδεολογική, πολιτική ή κομματική κατεύθυνση, αλλά προς την, έστω αποσπασματική, επαφή με "τα κοινά". Στόχος αποτελεί α δημιουργήσουμε μία πολιτική κουλτούρα στην γενιά μας, ώστε να μην χρειαστεί γυρίσουμε και κοιτάξουμε πίσω το 2050 και αναρωτιόμαστε πού ήμασταν εμείς.
Βασική παραδοχή της παρούσας σειράς αποτελεί πως οποιαδήποτε μορφή λόγου, γραπτού ή προφορικού, ενέχει επιλογές, και άρα δεν είναι δυνατόν να αποφύγει την ιδεολογική σφραγίδα αυτού που την εκφέρει. Με άλλα λόγια, απόλυτα αντικειμενική, "γεγονοτική" και απολύτως ουδέτερη δημοσιογραφία δεν υπήρξε και δεν υπάρχει. Ακόμη και η επιλογή ενός θέματος συζήτησης έναντι κάποιου άλλου συνιστά δήλωση μίας πεποίθησης για τη συγκριτική σημασία των δύο ζητημάτων.
Συνεπώς, αφού δεν είμαι σε θέση να εγγυηθώ την απόλυτη αντικειμενικότητα, θα επιχειρήσω στην εκάστοτε περίπτωση να παρουσιάζω περισσότερες οπτικές, αφήνοντας τον αναγνώστη εν τέλει να κρίνει προς ποια μεριά ρέπει και ο ίδιος. Από την άλλη, οποιαδήποτε παράθεση προσωπικής γνώμης θα επιχειρείται να γίνεται εμφανώς και όχι υπόρρητα.
Ναυπηγεία Ελευσίνας
Στις 31 του προηγούμενου μήνα (Αυγούστου) εγκρίθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο το νομοσχέδιο εξυγίανσης των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Γιατί μας ενδιαφέρει; Κούρεμα χρεών άνω των τετρακοσίων εκατομμυρίων (400.000.000) ευρώ προς το δημόσιο από τη μία, εξασφάλιση εξακοσίων (600) οικογενειών που ειδάλλως θα έμεναν δίχως δουλειά και επαναλειτουργία μιας μεγάλου μεγέθους για τα ελληνικά σταθμά επιχείρησης από την άλλη. Και μάλιστα ένα από τα λίγα νομοσχέδια που απέσπασε τη συμφωνία των τριών μεγαλύτερων κομμάτων εντός της Βουλής.
Πρόκειται για μία ιδιωτική επιχείρηση, η οποία είχε αλλάξει στο παρελθόν πολλά χέρια (είχε γίνει και δημόσια κατά την περίοδο 1975-1992) και είχε εκτελέσει έργα τόσο για το ελληνικό δημόσιο όσο και για ιδιώτες, με τελευταίο πρόεδρο και ιδιοκτήτη τον επιχειρηματία Νίκο Ταβουλάρη από το 1997. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν προχώρησαν καλά και η επιχείρηση βρέθηκε να χρωστάει κάτι λιγότερο από μισό δισεκατομμύριο ευρώ σε εργαζομένους, στο υπουργείο εθνικής άμυνας, στο ΕΦΚΑ και στις τράπεζες. Η υπόθεση, λοιπόν, μετέβη στα δικαστήρια, ενώ στο ενδιάμεσο τα ναυπηγεία συνέχιζαν εν μέρει, σε πολύ μικρότερο βαθμό, να λειτουργούν με κρατική ουσιαστικά χρηματοδότηση. Πώς; Το Υπουργείο Ανάπτυξης μέσω προγραμμάτων ανάπτυξης και επενδύσεων έδινε ένα επιπλέον ποσό στο Πολεμικό Ναυτικό, που υπάγεται στο Υπουργείο Άμυνας -με αυτό το ποσό καταβάλλεται μέχρι και σήμερα το 70% των μισθών των εργαζομένων του ναυπηγείου έναντι της ολοκληρώσεως προγράμματος πολεμικού εξοπλισμού "πυραυλακάτων" που είχε παραγγείλει το πολεμικό ναυτικό στο παρελθόν. Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό αναμένεται να τερματιστεί μέχρι το τέλος του 2022, οπότε και τα ναυπηγεία θα μείνουν δίχως χρηματοδότηση και οι εργαζόμενοι δίχως δουλειά.
Επιπλέον, τα ναυπηγεία αυτήν τη στιγμή δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν μόνα τους ή υπό την αιγίδα του κράτους. Την κυριότερη εγκατάσταση ενός ναυπηγείου αποτελεί η δεξαμενή. Φανταστείτε τη σαν έναν γιγαντιαίο σωλήνα, αρκετά μεγάλο, ώστε να χωράει πλοία, στον οποίο με ειδικούς μηχανισμούς η στάθμη του νερού ανεβοκατεβαίνει, ενώ το "ισόγειό" του βρίσκεται στη στάθμη της θάλασσας. Με αυτόν τον τρόπο το πλοίο εισέρχεται στο δωμάτιο από τη θάλασσα με τη στάθμη στο "ισόγειο", ενώ στη συνέχεια η στάθμη ανεβαίνει, ώστε στους επάνω ορόφους το πλοίο να επισκευαστεί και να βγει στα ανοιχτά και πάλι με την ίδια διαδικασία. Οι δύο δεξαμενές του Ναυπηγείου Ελευσίνας, όμως, είναι κατεστραμμένες, με μεγάλα έξοδα να απαιτούνται για την ανακατασκευή τους.
Στο σημείο αυτό εισέρχεται η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο εξυγίανσης και τη ρητορική της, σχέδιο για το οποίο οι βάσεις είχαν τεθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, νυν αντιπολίτευση, η οποία και το υπερψήφισε. Το σχέδιο προτείνει τα ναυπηγεία να περάσουν στην αμερικανική εταιρεία ONEX συμφερόντων του Πάνου Ξενοκώστα. Έτσι, κατά τους υπέρμαχους της συμφωνίας, η εταιρεία αυτή για να έχει κέρδη, θα πρέπει να επιδιορθώσει τις εγκαταστάσεις, θα προσφέρει δουλειά στους εργαζομένους που ειδάλλως θα έμεναν άνεργοι και θα επαναλειτουργήσει εγκαταστάσεις επί ελληνικού εδάφους που αλλιώς θα κατέληγαν σε εγκαταλελειμμένα ερείπια. Επιπλέον, η κυβέρνηση προέτρεψε την υπερψήφιση της συμφωνίας από όλα τα κόμματα, διότι μία τέτοια συναίνεση θα έδινε ένα μήνυμα σταθερότητας προς επενδυτές του εξωτερικού. Ότι, δηλαδή, ακόμη και αν αλλάξει η κυβέρνηση, δεν θα αλλάξουν ριζικά οι όροι συμφωνιών και άρα η Ελλάδα αποτελεί πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις. Πράγματι, με τη συμφωνία αυτή σύμφωνοι ήταν και οι εργαζόμενοι των Ναυπηγείων, καθώς ευχαρίστησαν και δημοσίως μέσω αντιπροσώπων τους τους κυβερνητικούς αρμοδίους.
Για την εφαρμογή όλων των παραπάνω, η κυβέρνηση ζήτησε μέσω του νομοσχεδίου έγκριση, ώστε όλες οι υπηρεσίες του δημοσίου να εκπροσωπηθούν στη συγκεκριμένη δίκη από τον Υπουργό Ανάπτυξης. Εδώ έχει και την αφετηρία της η θέση μικρότερων κομμάτων που καταψήφισαν το νομοσχέδιο θέτοντας την εξής ερώτηση: εφόσον το σχέδιο εξυγίανσης είναι τόσο ωφέλιμο για όλους, γιατί δεν το υπογράφουν κατευθείαν τα στελέχη της κάθε υπηρεσίας και ζητά η κυβέρνηση να δοθεί πληρεξούσιο σε υπουργό; Ποιος άλλωστε δεν θα ήθελε να σημαδέψει την καριέρα του στην υπηρεσία της πολιτείας υπογράφοντας μία τέτοια επιτυχία, ένα πλάνο τόσο προσφιλές και πρακτικό για όλες τις πλευρές;
Δύο απαντήσεις είναι δυνατόν να δοθούν: αφενός, και η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται ότι κάθε επιχειρηματικό σχέδιο ενέχει ρίσκο, το οποίο ενδεχομένως ένας δημόσιος αξιωματούχος δεν θα ήθελε να αναλάβει, αφετέρου, οι διαφωνούντες με την πρόταση ισχυρίζονται πως οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Άμυνας δεν υπογράφουν λόγω των τεράστιων κουρεμάτων χρεών που προβλέπονται, κουρέματα που μπορεί να τους καταστήσουν υπόλογους για θέματα απιστίας προς το δημόσιο. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, επομένως, η κυβέρνηση ζητά εξουσιοδότηση με συναίνεση, ώστε να επιτελέσει κάτι, το οποίο δημόσιοι αξιωματούχοι φοβούνται πως, αν υπογράψουν, θα βρεθούν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Η ρητορική κατά του νομοσχεδίου δεν σταματά εκεί. Υποστηρίζεται ότι, εν τέλει, η εταιρεία δεν θα βάλει ούτε ευρώ δικών της κεφαλαίων, αλλά τα χρήματα που θα διαθέσει θα έχουν έρθει είτε μέσω κρατικών συμβολαίων είτε μέσω δανείων από τράπεζες βάζοντας ως ενέχυρο τα ίδια τα ναυπηγεία. Η πρώτη περίπτωση μάλιστα αναφέρεται στην εξής ρύθμιση που προβλέπει η συμφωνία: το δημόσιο θα πάρει πίσω κάποια χρέη του παρελθόντος μόνο αν αναθέσει στην ONEX δουλειά των 7,17 δισεκατομμυρίων, ειδάλλως διαγράφονται όλα. Εκτός αυτών, η υπεραξία που θα παραχθεί, πάντα σύμφωνα με τη δεύτερη οπτική, πιθανότατα δεν θα παραμείνει στην Ελλάδα, αλλά θα τη διοχετεύσουν οι επιχειρηματίες αυτοί σε εξωτερικούς φορολογικούς παραδείσους.
Τέλος, τέθηκε ένα ευρύτερο ζήτημα σχετικά με το κούρεμα χρεών από τους πολέμιους του νομοσχεδίου. Ο γραμματέας του μικρότερου κόμματος εντός της βουλής είπε πως θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο, αν προβλεφθούν αντίστοιχα κουρέματα χρεών και για απλούς πολίτες, θίγοντας ζητήματα δικαίου και αναφερόμενος επιπλέον στο πρόγραμμα "Ηρακλής", που προβλέπει πώληση ιδιωτικών δανείων σε ιδιωτικά ταμεία (funds) τα οποία στη συνέχεια έχουν δυνατότητα να κατάσχουν κινητή και ακίνητη περιουσία που ξεπουλιέται στο εξωτερικό. Σε αυτό το ζήτημα ο Υπουργός Ανάπτυξης απάντησε πως καλώς ή κακώς έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός, για να παράγει πλούτο από εκεί που "έχει μπει μέσα", ή όπως είπε αυτολεξεί "να αναγεννάτε από τις στάχτες του", ενώ τόνισε πως η προηγούμενη πτωχευμένη ιδιοκτησία δεν έχει κάποιο κέρδος από την παρούσα συμφωνία, καθώς χάνει την εταιρεία της και βγαίνει με κέρδος μηδέν, με τον παλιό ιδιοκτήτη άλλωστε να έχει αποβιώσει.
"Ουδέν καλόν αμιγές κακού", λοιπόν, αντιστρέφοντας το αρχαίο ελληνικό ρητό, ή τούμπαλιν; Η απάντηση δική σας.
Comments