Βρισκόμαστε στο δυστοπικό Λος Άντζελες του 2019. Η Γη ερημώνεται, καθώς οι κάτοικοι της φιλοδοξούν ένα νέο ξεκίνημα σε πλανητικές αποικίες, μακριά από την μολυσμένη καταχνιά και την ανέλπιδη ματαιότητα.
Τεχνητά ανθρωποειδή “ρέπλικες” της τελευταίας γενιάς “Νέξους 6” έχουν προοδευτικά αγγίξει την τελειότητα του γενετικού τους σχεδιασμού, με τις ικανότητες τους να συναγωνίζονται ή και να ξεπερνούν αυτές των ανθρώπων. Ο λόγος ύπαρξης τους είναι να υπηρετούν τον άνθρωπο στις αποικιακές του επεκτάσεις και σε πολεμικές επιχειρήσεις εκτός Γης. Η διάρκεια ζωής τους είναι μόνο τα 4 χρόνια, καθώς υπολογίζεται ότι πέραν του χρονικού αυτού ορίου η συνείδηση τους αρχίζει να επιζητά αυτάρκεια, ανεξάρτητη θέληση και αυτοπραγμάτωση.
Η πλοκή της ταινίας ακολουθεί την πορεία του αστυνομικού “Ρικ Ντέκαρντ” (Χάρισον Φορντ), μέλους της ελίτ ομάδας “Μπλέιντ Ράνερ” -ή αλλιώς της ομάδας εξόντωσης ανθρωποειδών- στην αποστολή του να “αποσύρει” τέσσερις ρέπλικες που έσπασαν τα δεσμά των δουλικών τους ρόλων και επέστρεψαν στη Γη αναζητώντας τρόπο να επιμηκύνουν τις ζωές τους και να κερδίσουν την ελευθερία τους.
Η αναζήτηση για ταυτότητα:
Αυτό που παρατηρεί ο καθένας μας από τις πρώτες κιόλας προβολές της ταινίας είναι ότι η αποστολή του Ντέκαρντ αντιπροσωπεύει κάτι πολύ παραπάνω από ένα κλασικό θρίλερ ανθρωποκυνηγητού -εκφράζει μια βαθύτερη αναζήτηση για ταυτότητα.
Η αίσθηση της ατομικής αποξένωσης, της κοινωνικής αποσύνθεσης και γενικότερα η εντύπωση πως κάθε ουσιώδης ανθρώπινη σύνδεση έχει αλλοτριωθεί και πως η δημιουργία μιας μιασματικής υποκουλτούρας την έχει αντικαταστήσει είναι όλα στοιχεία που συναντώνται στα υπερπλήρη, χαοτικά στενά του Λος Άντζελες, ανύπαρκτα μπροστά στις σκιές των θεόρατων κτιρίων και αποσαθρωμένα από τη ρυπαρή και αποπνικτική ατμόσφαιρα του υπόκοσμου, λησμονημένα καιρό τώρα από το καθαρτικό φως του ήλιου.
Η πολυδιάστατη ερμηνεία του "σάιμπερπανκ" κόσμου:
Ωστόσο, τα κοινωνικοοικονομικά μηνύματα και οι θεματικές μιας δυστυχούς έκβασης του μοντερνισμού δεν σταματούν εκεί: υπόνοιες για τον ιμπεριαλισμό, τον δυστοπικό καπιταλισμό, την ελιτίστικη ταξική ιεράρχηση, την αμοραλιστική εκμετάλλευση και τον ολοκληρωτισμό, για την περιβαλλοντική κρίση και το αθέμιτο άρμεγμα των τεχνολογικών δυνατοτήτων κατακλύζουν κάθε σκηνή της ταινίας.
Τα μηνύματα αυτά κρύβονται σε κάθε αχανές πλάνο της σκοτεινής πόλης του Τζόρνταν Κρόνενγουεθ (κινηματογραφιστής), σε κάθε έντονο led φως ή επιβλητική διαφήμιση, αρχιτεκτονικό μεγαλείο ή ερείπιο, “σάιμπερπανκ” χορεύτρια ή υψηλό μέλος της τάξης των ελίτ.
Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ο Ρικ Ντέκαρντ καλείται να πράξει το καθήκον του, αναζητώντας παράλληλα την ταυτότητα του, πρώτα ως έρμαιο της μοναξιάς του, κι έπειτα ως υποχείριο ενός αδυσώπητου συστήματος.
Ακόμα και στα εκκωφαντικά βουητά της πόλης, τις “απόκοσμες” αντηχήσεις και την μυστήρια ατμοσφαιρική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου (μουσικός συνθέτης), δύναται κανείς να αισθανθεί ένα ανησυχητικό δέος, που σε συνδυασμό με τις εντυπωσιακές εικόνες και την ιστορία της ταινίας μπορεί να αντιληφθεί έννοιες να ψιθυρίζονται: σχετικά με την σημασία της ανθρώπινης επαφής, την έννοια και τη ματαιότητα της ύπαρξης, την αναζήτηση κάποιου νοηματικού σκοπού ή ταυτότητας και φυσικά, το αναπότρεπτο του θανάτου.
Ρέπλικες & το "character arc" του Ντέκαρντ:
Μέσα σ’ αυτό το δυσχερές πλέγμα, η αποστολή του Ντέκαρντ καταντά συγκεχυμένη υπόθεση. Πόσο μάλλον όταν στην πορεία του χάνεται το άλλοθι του σκοπού του ως “Μπλέιντ Ράνερ” αφού ερωτεύεται μία Ρέπλικα, την “Ρέιτσελ” (Σον Γιανγκ), και συνειδητοποιεί ότι το είδος της τελικά δεν διαφέρει και πολύ από το δικό του, πως αντιλαμβάνεται κι αυτή ανθρώπινα συναισθήματα όπως πόνο, άγχος κι αγάπη.
Αρχίζει να αναθεωρεί τον κάποτε σκληροτράχηλο και ακλόνητο χαρακτήρα του. Μάλιστα, καθώς προχωρά προς την εκτέλεση της αποστολής που τον καταρρακώνει παρακινούμενος απ’ το καθήκον, φτάνει σταδιακά να συμπονά τα ανθρωποειδή, και ιδιαίτερα έναν -τον “Ρόι Μπάτι” (Ρούτγκερ Χάουερ)- τον οποίο καταλήγει και να θαυμάζει σε μία από τις διασημότερες σκηνές της ταινίας, που έμεινε γνωστή ως “Δάκρυα στη βροχή”.
Η διάσημη αυτή σκηνή είναι ο μονόλογος του αρχηγού και τελευταίου των ανθρωποειδών που επαναστάτησαν. Ο Ρόι κοιτάζοντας τον πρωταγωνιστή μας για τελευταία φορά, του εξιστορεί μερικές από τις αναμνήσεις της σύντομης ζωής του στις αποικίες με συγκίνηση και εντυπωσιασμό. Το γεγονός ότι έσωσε τον ίδιο του τον κυνηγό και αντίπαλο (Ντέκαρντ) από βέβαιο θάνατο ως πράξη γενναίου οίκτου και συγχώρεσης, η άπτωτη θέληση του για μια ελεύθερη κι ανεξάρτητη ζωή χωρίς φόβους, το ειρωνικό του χαμόγελο προς τους ανθρώπους, που στα μάτια του δεν μπορούν να αντιληφθούν την ύψιστη σημασία αυτών των αγαθών και, τέλος, το γαλήνιο ύφος με το οποίο αγκαλιάζει τον θάνατο του, με μία αίσθηση ταπεινής θυσίας αλλά και ταυτόχρονα απαράμιλλου θάρρους (παράθεση: “Όλες αυτές οι στιγμές, θα χαθούν στο χρόνο, σαν δάκρυα στη βροχή…”). Σίγουρα όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά που εξηγούν τον μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Ντέκαρντ, που μένει να χαζεύει αφουγκραζόμενος τον “ήρωα” που μόλις ξεψύχησε…
Ο Ρικ, περισσότερο συνειδητοποιημένος τώρα για το ποιος είναι -σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά “plot-twist” της κινηματογραφικής ιστορίας- και πιο αποφασισμένος για το μονοπάτι που θέλει να ακολουθήσει, οδεύει προς το άγνωστο, απαλλαγμένος
πια απ’ τα καθήκοντα του, τους φόβους και τα περιοριστικά δεσμά ενός ανερμάτιστου και σκοτεινού κόσμου.
Με ισχυρή θέληση για μια ελεύθερη ζωή, αποδεχόμενος την φύση του -ως ρέπλικα πια κι όχι ως άνθρωπος όπως για όλη του τη ζωή πίστευε (ορίστε το plot-twist)- βρίσκει επιτέλους το νόημα που έψαχνε όλο αυτόν τον καιρό, στην αγάπη του για την Ρέιτσελ και στην πίστη κάποιων ιδανικών που του παραδειγμάτισε ο αντίπαλος του (Ρόι Μπάτι)…
Η ταινία τελειώνει αισιόδοξα, με τον Ντέκαρντ να αποδέχεται την φύση του και να βρίσκει τελικά έναν σκοπό, γεγονότα που γίνονται αντιληπτά μέσω της ιδιοφυούς χρήσης συμβολισμών -τόσο των μικρών “οριγκάμι” κατά τη διάρκεια της ταινίας, όσο και του συμβολικού ρόλου του μονόκερου στο ονειρικό όραμα του ήρωα μας.
Συμβολισμοί & μεταφορές:
Σαν να μην έφταναν λοιπόν οι πολυάριθμες θεματικές και έννοιες που θίγονται στο υπόβαθρο της ταινίας και στην εξέλιξη της ιστορίας, ήλθαν να παίξουν το νοηματικό τους ρόλο και οι συμβολισμοί. Σύμβολα όπως τα “οριγκάμι” και ο μονόκερος που προαναφέραμε, η συστηματική έμφαση στα μάτια και η σημασία που τους δίνεται ως το όργανο που διαμορφώνει την ταυτότητα (καθώς μέσα από τα μάτια μας συλλέγουμε αναμνήσεις, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας και φανερώνουμε την εκπαραθύρωση της ανθρώπινη ψυχής και συνείδησης μας). Τέλος, και συμβολισμοί για τον ρόλο του Θεού μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτοί στους δημιουργούς και σχεδιαστές των ανθρωποειδών (Ταϊρέλ, Σεμπάστιαν, Τσου) καθώς και χριστιανικοί ακόμα συμβολισμοί -το καρφωμένο χέρι του Ρόι και το λευκό περιστέρι, πιθανές ανακλήσεις της σταύρωσης του Ιησού καθώς και όσων πρέσβευε η μορφή του.
Επιπλέον, υπάρχουν και διασκορπισμένες μερικές σημαντικές μεταφορές, άμεσα απευθυνόμενες σε εμάς και περισσότερο υπαρκτικές. Για παράδειγμα, σε μία σκηνή η ρέπλικα “Λίον” (Μπράιον Τζέιμς) απευθύνεται στον Ντέκαρντ καθώς τον χτυπά: “Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο απ’ το να έχεις μια φαγούρα που δε μπορείς ποτέ να ξύσεις”. Κατά μία άποψη η φράση αυτή αναφέρεται στην άβολη “φαγούρα” που έχουμε όλοι μας όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με υπαρκτικές ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητα μας, τον σκοπό, τη ζωή και τον θάνατο, η απάντηση των οποίων πρακτικά δεν φαίνεται να είναι ποτέ ικανοποιητική.
Άλλη μια σημαντική μεταφορά σαν την παραπάνω είναι και η γνωστή φράση του “Ρόι” προς τον Ντέκαρντ: “Μα τι εμπειρία να ζεις με φόβο, έτσι δεν είναι; Αυτό σημαίνει να είσαι δούλος”. Η λέξη δούλος αναφέρεται όχι μόνο στον Ντέκαρντ αλλά και στον καθένα από εμάς προσωπικά. Ζωή υπόδουλη και καταπιεσμένη από φόβο και ψυχική άγνοια δε δύναται να εκδηλωθεί στο μέγιστο των δυνατοτήτων της και της ομορφιάς της, πόσο μάλλον να υποδεχθεί αργότερα το ίδιο της το τέλος.
Συμπέρασμα & κληρονομιά:
Κλείνοντας, ας πούμε δυο λόγια για το συνολικό μήνυμα και την κληρονομιά που άφησε πίσω ο Ρίντλεϊ Σκοτ (σκηνοθέτης) με την ταινία του. Το "Μπλέιντ Ράνερ” είναι ένα προμήνυμα απ’ το δυστυχές μέλλον, όπου κάθε πτυχή του μοντερνισμού κατακρεουργήθηκε υλοποιώντας την πιο καταστροφική έκβαση της κι όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός κατευθύνεται σχεδόν απεγνωσμένα προς την εξάλειψη του.
Έμμεσα λοιπόν, η ταινία απευθύνεται στον καθένα από εμάς προσωπικά, να προσπαθήσουμε ευσυνείδητα, με ωριμότητα και συνεργασία να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον από τώρα, αρκετά μακρινό και αντίθετο απ’ αυτό που μας παρουσιάζει ο κόσμος του “Μπλέιντ Ράνερ”. Ένα μέλλον που θα εξυμνεί και θα προωθεί την ανθρώπινη επαφή, έκφραση και ελευθερία, που θα προσπαθεί και θα στοχεύει στο να βελτιστοποιεί τις χαρές της ζωής και την εξέλιξη της επιστήμης για το ίσο καλό όλων των ανθρώπων (ή ίσως ακόμα και των ανθρωποειδών).
Η κληρονομιά που άφησε πίσω του το “Μπλέιντ Ράνερ” ίσως να συναγωνίζεται αυτή που άφησαν ταινίες όπως ο “Πόλεμος των Άστρων” ή το “Μάτριξ”. Βέβαια, ο πρωτοφανής επιδραστικός “σεισμός” του δεν περιορίστηκε μόνο στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά εξαπλώθηκε και σε όλες τις μορφές τέχνης, καθώς εισήγαγε ένα νέο είδος κουλτούρας, μουσικής, μόδας ακόμα και αρχιτεκτονικής -το γνωστό σε όλους πλέον “σάιμπερπανκ” ρεύμα.
Το αριστουργηματικό “Μπλέιντ Ράνερ” αφήνει το στίγμα του στα χρονικά της τέχνης ως μία από τις πιο επικές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας και ως μία από τις πιο βαθυστόχαστες και “προφητικές” ταινίες όλων των εποχών. Η εξέταση της από τεχνικής αλλά και βαθιά νοηματικής οπτικής, αναμένεται να συνεχίζεται ίσως και για όσο χρόνο θα υπάρχει κινηματογράφος, καθώς τα ζητήματα που πραγματεύεται η ταινία ήταν, είναι και θα είναι για πάντα διαχρονικά…
Ενδιαφέρουσα κριτική που με εναν ακραία γλαφυρό τρόπο εξιστορεί και αναλύει την πλοκή μιας «προφητικής» ταινίας, που είναι εδώ για να συνταράξει την σκέψη του καθενός σχετικά με το που βαδίζει το κοινωνικό σύνολο, καθώς και τι μπορεί να αποκομίσει κάποιος από αυτή προκειμένου να αλλάξει το δυσοίωνο μέλλον του ανθρώπινου πολιτισμού. Μπίλη είσαι φοβερός.