top of page
Εικόνα συγγραφέαEleni Hatzimavroudi

H Αλφαβήτα της Ποίησης με στόχο τα 21 γράμματα (για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στις 21.3.24) -

Έγινε ενημέρωση: 22 Μαρ

Συμπληρώστε 3 δείχνοντας με τη σειρά σας 3 γράμματα για τον επόμενο! 

 

Α – άνοιξη

 

Οδυσσέας Ελύτης

 

από τη Συλλογή Εκ του πλησίον (εκδ. 1998)

 

Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις

 

Ποιος ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης;

 

Το πραγματικό του όνομα είναι Οδυσσέας Αλεπουδέλης και γεννήθηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά η καταγωγή του ήταν από την Λέσβο. Το 1914 η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του ο νεαρός Οδυσσέας και στη συνέχεια άρχισε πανεπιστημιακές σπουδές στη Νομική Σχολή που τις εγκατέλειψε το 1936, για να υπηρετήσει τη θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Στα γράμματα ο Ελύτης εμφανίστηκε το 1935, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα" που συγκέντρωνε τους περισσότερους λογοτέχνες της ονομαζόμενης "Γενιάς του Τριάντα". Η γνωριμία του τον ίδιο χρόνο με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ενίσχυσε τις επαναστατικές υπερρεαλιστικές του απόψεις.

   Κατά την ιταλική επίθεση το 1940 κατά της Ελλάδας κατατάχτηκε στο στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Στην κατεχόμενη Αθήνα έγραψε τον "Ήλιο τον πρώτο" και τα πρώτα σημαντικά πεζά του.

   Από το 1948 ως το 1951 πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια στη δυτική Ευρώπη, με ορμητήριο το Παρίσι, όπου, μέσα στο εχθρικό γι' αυτόν κλίμα της υπαρξιακής στράτευσης, στερεώθηκαν οι δικές του πεποιθήσεις, αυτές που διακηρύσσονται στο "Άξιον Εστί". Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου, ανάμεσα στο σύνθημα "η φαντασία στην εξουσία" που εξήγγειλε η επανάσταση του Μάη, και τη δυσφορία για την Απριλιανή δικτατορία στην Ελλάδα, έγραψε τα ποιήματα "Το φωτόδεντρο", "Το μονόγραμμα", "Ο ήλιος ο ηλιάτορας", "Τα ρω του έρωτα".

   Στην Αθήνα επέστρεψε το 1971. Την περίοδο αυτή και ως την βράβευσή του το 1979 από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ, έγραψε πεζά και το "σκηνικό ποίημα" "Η Μαρία Νεφέλη" (1978). Πριν και ύστερα από το διεθνές βραβείο, ανακηρύχτηκε διδάκτορας από διάφορα πανεπιστήμια, όπως της Θεσσαλονίκης (1975), του Παρισίου (Σορβόνη, 1980) και του Λονδίνου (1981).

   Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τους Μ. Χατζιδάκη, Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο, κ.ά. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, και σε άλλες γλώσσες. Πέθανε το 1996 σε ηλικία 85 ετών.

 

Βάσει του:

 

 

 

Β

 

Γ – γυναίκα


Κική Δημουλά «Ο πληθυντικός αριθμός» (στα Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, 1998)

 

Ο έρωτας, 1

όνομα ουσιαστικόν

πολύ ουσιαστικόν,

ενικού αριθμού,

γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, 5

γένους ανυπεράσπιστου.

Πληθυντικός αριθμός

οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

 

Ο φόβος,

όνομα ουσιαστικόν, 10

στην αρχή ενικός αριθμός

και μετά πληθυντικός:

οι φόβοι.

Οι φόβοι

για όλα από δω και πέρα. 15

 

Η μνήμη,

κύριο όνομα των θλίψεων,

ενικού αριθμού,

μόνον ενικού αριθμού

και άκλιτη. 20

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

 

Η νύχτα,

όνομα ουσιαστικόν,

γένους θηλυκού,

ενικός αριθμός. 25

Πληθυντικός αριθμός

οι νύχτες.

Οι νύχτες από δω και πέρα.

 

Ποια ήταν η Κική Δημουλά;

 

Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος επί είκοσι πέντε χρόνια, το διάστημα 1949-1974. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1952 με την ποιητική συλλογή "Ποιήματα", αλλά μετά από λίγο την απέσυρε η ίδια από την κυκλοφορία. Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954, και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά. Οι επτά πρώτες συλλογές συγκεντρώνονται στην έκδοση "Ποιήματα" (1998, 6η έκδοση 2005). Μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σουηδικά.

   Με την ευκαιρία της εκλογής της στην Ακαδημία Αθηνών -η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας-, η ποιήτρια είπε σε συνέντευξή της στην Όλγα Μπακομάρου ("Ελευθεροτυπία", 16.3.2002): "Έβαλα (υποψηφιότητα), πρώτον βέβαια, για λόγους που δεν ομολογούνται. Και μετά: ίσως για να ικανοποιήσω μια καθυστερημένη φιλομάθεια. Ίσως για να βρω μια ειρηνικότερη και επομένως ασφαλέστερη στέγη για το μετέωρο και ευάλωτο είδος του λόγου που υπηρετώ. Ίσως ακόμα με την ελπίδα ότι αυτό το είδος αποδειχτεί ευρύτερα και σταθερότερα χρήσιμο από όσο ασταθώς χρησιμεύει σε μένα. Ενδεχομένως να νοστάλγησα και την πειθαρχία. Να νοστάλγησα την περικοπή του ελεύθερου χρόνου, που σε μένα τουλάχιστον προσφέρει αρκετήν αταξία. [...]"

   Έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου 2020, σε ηλικία 89 ετών.

 

Βάσει του: 

 

Δ - δαίμονας (Πρόταση της κας Ζ. Καγκαλίδου)


Το μυαλό μου κουρασμένο 1

Πώς έπεσα

και τσακίστηκα


Τώρα με δεκανίκια

χρυσά τρίγωνα, χρυσά τετράγωνα 5

γύρω κρεμνάω


Τώρα οι άσπροι φίλοι μου

μαύρο φάντασμα

Τώρα οι μαύροι φίλοι μου

άσπρο φάντασμα 10


Κι εκείνη που χάθηκε με τ’ασημένιο

καρφί στον ποταμό

Δεν ξέρω ποιός

ο ήλιος ή το χιόνι

Δεν ξέρω ποιά 15

τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια


Μετράω, ολοένα μετράω

Η μητέρα μου ολοένα κλαίει

Μετράει η μητέρα μου

ολοένα μετράει 20


Ποιος ήταν ο Μίλτος Σαχτούρης;


Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή του ήταν από την Ύδρα, καθώς ήταν δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1940 την εγκαταλείπει, για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εμφανίζεται στα γράμματα το Μάιο 1944 με ποιήματα στο περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα". Μετέφρασε ποιήματα του Μπρεχτ. Τιμήθηκε με τρία Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Τα ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε στην Αθήνα την Τρίτη 29 Μαρτίου 2005.


Βάσει του:

 

Ε - έρωτας

 

Βιτσέντζος Κορνάρος «Ερωτόκριτος» (απόσπ.)

 

Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,                               1

και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν

και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,

μα στο Καλό κ’ εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν

και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,                             5

του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη.

αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,

ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν

σ’ μια Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι

σε μια Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.                                          10

Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις -ε καιρόν κιανένα,

ας έρθει για ν’ αφουγκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα.

να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει

πάντα σ΄ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.

Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,                           15

Εις μιαν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.

 

Ποιος ήταν ο Βιτσέντζος Κορνάρος;

 

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος έζησε στην Κρήτη το 1553-1613. Είναι ο πιθανότερος ποιητής του Ερωτόκριτου. Η οικογένειά του ήταν πολύ πλούσια. Ο Βιτσέντζος ήταν ο μικρότερος από τους πέντε γιους του Βενετοκρήτου Ιακώβου Κορνάρου. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στο χωριό Τραπεζούντα κοντά στην Σητεία. Πέθανε στον Χάνδακα μετά τις 12 Αυγούστου του 1613 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Η αιτία του θανάτου του είναι άγνωστη αλλά αν υπολογίσουμε ότι έζησε 35 χρόνια στη Σητεία, θα πρέπει να πέθανε γύρω στα 58 του χρόνια.

 

Βάσει του:

 

 

Ζ

 

Η

 

Θ

 


Ι - Ιερά Οδός (πρόταση της κας Ζ. Καγκαλίδου)


Άγγελος Σικελιανός «Ιερά Οδός» (Λυρικός Bίος, E΄, Ίκαρος 1968)


Aπό τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα


έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου


με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως


από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει


το κύμα σε καράβι π' ολοένα


βουλιάζει.


Γιατί εκείνο πια το δείλι,


σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει


ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν


περπατητής μοναχικός στο δρόμο


που ξεκινά από την Aθήνα κ' έχει


σημάδι του ιερό την Eλευσίνα.


Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα


σα δρόμος της Ψυχής.


Φανερωμένος


μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε


αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια


γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα


αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,


με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.



Mα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος


κ' έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα


μιαν ησυχία βασίλεψε. K' η πέτρα


π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,


θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν


απ' τους αιώνες. K' έπλεξα τα χέρια,


σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας


αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα


αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.



Mα να· στην ησυχία αυτή, απ' το γύρο


τον κοντινό, προβάλανε τρεις ίσκιοι.


Ένας Aτσίγγανος αγνάντια ερχόταν,


και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες


συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.



Kαι να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου


και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω


να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο


το ντέφι και, χτυπώντας το με τό 'να


χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία


τις αλυσίδες. K' οι δυο αρκούδες τότε


στα δυο τους σκώθηκαν, βαριά.


H μία,


(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,


με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο


το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω


μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη


ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο νά 'ταν


ξόανο Mεγάλης Θεάς, της αιώνιας Mάνας,


αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,


με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,


για τον καημό της κόρης της λεγόνταν


Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της


πιο πέρα ήταν Aλκμήνη ή Παναγία.


Kαι το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,


σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο


μικρό παιδί, ανασκώθηκε κ' εκείνο


υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα


του πόνου του το μάκρος, και την πίκρα


της σκλαβιάς, που καθρέφτιζεν η μάνα


στα δυο πυρά της που το κοίτααν μάτια!



Aλλ' ως από τον κάματον εκείνη


οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα


πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας


στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο


ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες


φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια


την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,


να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της


γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται


ζωηρά.


K' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα


έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο,


ελεύτερος από μορφές κλεισμένες


στον καιρό, από αγάλματα κ' εικόνες·


ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο.



Mα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία


του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,


δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα


με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,


μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου


του κόσμου, τωρινού και περασμένου,


μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου


του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα


δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες


ο φόρος της ψυχής.


Tι ετούτη ακόμα


ήταν κ' είναι στον Άδη.


Kαι σκυμμένο


το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,


καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος


κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.


Mα ως, τέλος,


ο Aτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας


ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,


και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου


με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι


το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια


του Iερού της Ψυχής, στην Eλευσίνα.


K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:


"Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα


που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,


κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,


θα γιορτάσουν μαζί;"


Kι ως προχωρούσα,


και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια


πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος


να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,


καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει


το κύμα σε καράβι που ολοένα


βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε


πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη


ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,


σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,


ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,


ένα μούρμουρο,


κ' έμοιαζ' έλλε:


"Θά 'ρτει."


Ποιος ήταν ο Άγγελος Σικελιανός;


Ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) γεννήθηκε στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε κοντά στον πατέρα του. Στη Λευκάδα ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο, το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του άρχισε η πρώτη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1901 έφυγε για την Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην Αθήνα ήρθε σ' επαφή με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, όπου δούλεψε ως ηθοποιός. Το 1902 πραγματοποίησε τις πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ανάμεσά τους ο Διόνυσος και τα Παναθήναια, ενώ έναν χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με τον Νουμά. Το 1904 ξεκίνησε την πορεία του προς μια πιο μεγαλόπνοη ποιητική γραφή μέσα από τις σελίδες του Ακρίτα και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για τη Λιβύη, όπου έγραψε τον "Αλαφροΐσκιωτο", που εκδόθηκε το 1909 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το 1906 επέστρεψε στη Λευκάδα. Τότε άρχισε η συμβίωσή του με την Εύα Πάλμερ, την οποία είχε γνωρίσει το 1905 στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης και παντρεύτηκε το 1907 στην Αμερική. Μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Το 1910 ο Σικελιανός πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Δελφικό Ύμνο και έφυγε με τη σύζυγό του για το Παρίσι όπου παρακολούθησαν παράσταση αρχαίου δράματος από το ζεύγος Ντόνκαν. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του. Στις αρχές του 1912 επισκέφτηκε ξανά το Παρίσι. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1913 εξακολούθησε να δημοσιεύει ποιήματα στο Νουμά ως το Νοέμβριο του 1914, οπότε γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία, και αναχώρησε μαζί του για το Άγιο Όρος και για μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Μαζί με τον Καζαντζάκη τέθηκαν το 1915 με το μέρος του Βενιζέλου κατά τη ρήξη του έλληνα πολιτικού με το Παλάτι. Το 1917 πέθανε η αδερφή του Πηνελόπη. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέφτηκε την Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη και το 1919 την Ολυμπία και την Επίδαυρο. Το 1920 έμεινε με τη σύζυγό του στη Συκιά Κορινθίας και το 1921 έφυγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Επέστρεψε στη Συκιά και την ίδια χρονιά στράφηκε προς μια ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, υπό την επίδραση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των επιπτώσεων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της έκρηξης της Ρωσικής Επανάστασης. Το καλοκαίρι του 1922 έφυγε για την Αγόριανη, όπου μελέτησε την πρακτική εφαρμογή της Δελφικής Ιδέας και πληροφορήθηκε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο έδωσε είκοσι διαλέξεις στη Νομική Σχολή με θέμα τη έκφραση της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης ανά τους αιώνες. Το 1924 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στους Δελφούς όπου συνέχισαν την προεργασία για την υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας. Στους Δελφούς τάφηκε η μητέρα του που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Σικελιανός είχε νωρίτερα προσκαλέσει διανοούμενους από όλο τον κόσμο στο μελλοντικό Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Τον Ιούνιο απήγγειλε την Ωδή στο Βαλαωρίτη κατά τη διάρκεια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή στη Λευκάδα. Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και είχαν απήχηση στο εξωτερικό. Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου μεγάλη επιτυχία με τις πρώτες. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση με κρατική μέριμνα, ο Σικελιανός προσκλήθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Πωλ Γκονκούρ και τον Πωλ Βαλερύ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Ένα προανάκρουσμα. Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας. Τον επόμενο χρόνο έγιναν κάποιες κρατικές προσπάθειες για την ίδρυση του Δελφικού Κέντρου, οι οποίες όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στο Παρίσι ο Λουί Ρουσσέλ πρόβαλε το όνομα του Σικελιανού με μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Libre. Το 1936 ο Σικελιανός εξέδωσε με διακήρυξη για την οργάνωση των Δελφικών Εορτών και του Δελφικού πνευματικού κέντρου. Το 1938 γνωρίστηκε με την Άννα Καραμάνη την οποία παντρεύτηκε στην Ελευσίνα το 1940. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τη "Σίβυλλα". Με τη δεύτερη γυναίκα του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ταξίδεψε στην Αίγινα. Το 1943 απήγγειλε το ποίημα "Ηχήστε οι σάλπιγγες" κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Το 1944 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Το 1946 προτάθηκε δυο φορές από την Εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ, τη δεύτερη από κοινού με τον Καζαντζάκη, και μαζί με τον τελευταίο προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα. Το 1947 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προτάθηκε ξανά - αυτή τη φορά από ομάδα ευρωπαίων συγγραφέων - για το βραβείο Νόμπελ. Το 1950 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε το 1951. Το λογοτεχνικό έργο του Σικελιανού υπηρέτησε τη μεγαλόπνοη κοσμοθεωρία του για το ρόλο του ποιητή ως θιασώτη και ιεραπόστολου μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία ενσωματώνοντας την παράδοση της πορείας του κόσμου μέσα στους αιώνες οραματίζεται την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον αρχετυπικό Μύθο της ενιαίας ψυχοσωματικής υπόστασης. Στο θεωρητικό αυτό στοχασμό ο Σικελιανός υπέταξε τα εκφραστικά του μέσα. Υιοθέτησε μια προ- και αντι- λογική έκφραση τόσο στην ποίηση, όσο και στις τραγωδίες του και αφομοίωσε ποικίλες πνευματικές επιδράσεις. Στα κείμενά του συνυπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του ρομαντισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και στους αρχαίους έλληνες ορφικούς και προσωκρατικούς φιλοσόφους. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Anton John P., «Σικελιανός Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α΄. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Τετράδια Ευθύνης 11. Αθήνα, 1980.


(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).


Βάσει του:

 

Κ – κεριά

 

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης «Κεριά» [1893, 1899]

 

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας                                    1

σα μια σειρά κεράκια αναμμένα –

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

 

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων.                                                5

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

 

Δεν θέλω να τα βλέπω. με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.                                               10

 

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

 

Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης;

 

Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο. Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και "να μπει στα πολιτικά", "μα τα παραίτησεν" για να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος "εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου", όπως ο ίδιος προσδιόρισε τη βιοποριστική του εργασία σ' ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του.

   Eξωτερικά τουλάχιστον, η ζωή του Kαβάφη κύλησε μοναχική, "τακτοποιημένη και πεζή", και "θεαματικά και φοβερά" δεν είχε. Aξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες -κυρίως όμως ένα ποιητικό Aρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Tέλος είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδιαιτερότητα: τον υποπτεύονταν (κι άλλοι πάλι είσαν ή είναι βέβαιοι) για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την "μονήρη ικανοποίηση". Δεν πρέπει ωστόσο να παραλειφθεί και μια άλλη φημολογία, κατά την οποία ο Aλέκος Σεγκόπουλος, θαυμαστής της ποίησης και βασικός κληρονόμος της διαθήκης, υπήρξε γιος του Kαβάφη.

   Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Tην ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες "συλλογές" (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Tα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Aλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Kαβάφη. Tο έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του "Ίκαρου" που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963.

   Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στο περιοδικό "Παναθήναια" (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Aπό τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Mπέρτολτ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς "Tρώες".

 

Βάσει του:

 


Λ

 

Μ - μόδα


Κ. Καρυωτάκης "Όλοι μαζί" (στο: Ποιήματα και Πεζά. Αθήνα: Ερμής, 1972)


Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός, 1

γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.

Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία

έγινε της ζωής μας ο σκοπός.


Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές 5

τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,

δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας

για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.


Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά

και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα. 10

Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα

των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.


Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού

τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.

Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις, 15

ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.


Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,

κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια,

επέσαμε, θύματα εξιλαστήρια

του "περιβάλλοντος", της "εποχής".


Ποιος ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης;


Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια, αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί τη γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την οποία και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: Κάθαρσις). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει. To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμιτικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικο "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες". Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα Πρέβεζα). Στις 21 Ιουλίου θέτει τέρμα στη ζωή του.


Βάσει του:

 

Ν

 

 

Ξ

 

Ο

 

Π – πόλη

 

Μανόλης Αναγνωστάκης «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.»

 

Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά-                                                                              1

Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών

Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως

Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε

Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε                                          5

Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,

Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε

Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες.

Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες

Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους               10

Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα

Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.

Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών

-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-

Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως                                                                15

-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής

Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

 

Η Ελλάς των Ελλήνων.

 

Ποιος ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης;

 

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.

   Εμφανίστηκε στα γράμματα νεότατος, στη διάρκεια της Κατοχής, στο περιοδικό "Πειραϊκά Γράμματα" (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό "Ξεκίνημα" (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Εξέδωσε το περιοδικό "Κριτική" (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των "Δεκαοχτώ κειμένων" (1970), των "Νέων κειμένων" και του περιοδικού "Η συνέχεια" (1973). Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα και δοκίμια. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στην Αθήνα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005.

 

Βάσει του:

 

 

Ρ - Ανδρέας ΕμπειΡίκος (Πρόταση της κας Ζ. Καγκαλίδου)


Ανδρέας Εμπειρίκος


Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια

Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα

πράγματα και απ' αυτή την αγαλματώδη παρουσία του

περασμένου έπους

Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη

Σκοπός της ζωής μας είναι η

ατελεύτητη μάζα μας

Σκοπός της ζωής μας είναι η

λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας

της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω

εις πάσαν στιγμήν εις κάθε

ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων

Σκοπός της ζωής μας είναι το

σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας.


Ποιος ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος;


Βάσει του:


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στην Μπράιλα της Ρουμανίας και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue.

Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη περί "Περί σουρρεαλισμού" και εκδίδει την "Υψικάμινο", το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο, ενώ αρχίζει την άσκηση της ψυχανάλυσης, την οποία θα διακόψει το 1951.

Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο "Μέγας Ανατολικός", το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου που το επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας.

Το 1995, για να τιμηθούν τα 20 χρόνια από το θάνατο του ποιητή, εκδόθηκε μια πλακέτα με το ποίημά του "ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-ΕΡ Ρωσσία".

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι από τους κύριους εισηγητές της επιστήμης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα με τον Δ. Κουρέτα και τον Γ. Ζαβιτζιάνο, με τη συνεργασία και τη συνδρομή της Μαρίας Βοναπάρτη. Ο ίδιος άσκησε την ψυχαναλυτική πρακτική επί δεκαέξι έτη (1935-1951).

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα.

Το 2001 κηρύχτηκε Έτος Εμπειρίκου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και οργανώθηκαν πολλές τιμητικές εκδηλώσεις (συνέδρια, εκδόσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών κ.λπ.).


Βάσει του:


Σ - Σκαρίμπας


Γιάννης Σκαρίμπας «Φαντασία» (Ουλαλούμ 1936)


Νάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί 1

προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,

και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί

κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.


Και νάν' σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά 5

γι' άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,

κι' αυτός ο άνεμος τρελλά -τρελλά να μας σκουντά

όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.


Κι' όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός

για ένα -με γυάλινα πανιά- πλοίο που πάει 10

όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :

όξ' απ' τον κύκλο των νερών -στα χάη.


Κι' όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί

πέρ' από τόπους και καιρούς έως ότου -φως μου-

-καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν' η κορδέλλα η φανταιζί,- 15

βγούμε απ' την τρικυμία αυτού του κόσμου...


Ποιος ήταν ο Γιάννης Σκαρίμπας;


Ο Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984) γεννήθηκε στο Αίγιο της Αχαΐας. Είχε μια μικρότερη αδερφή, που ασχολήθηκε με την ποίηση. Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο της Ιτέας. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του, λόγω των υψηλών επιδόσεών του, ο μικρός Γιάννης γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (τέλειωσε το 1908) και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης. Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας "Singer" στην Πάτρα. Στο τέλος του επόμενου χρόνου στρατεύτηκε, για να πολεμήσει στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, όπου πήρε τον βαθμό του δεκανέα. Μετά την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το τάγμα του Σκαρίμπα μεταφέρθηκε στο μακεδονικό μέτωπο. Εκεί διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για ένα τραύμα στο σβέρκο. Τον Οκτώβρη του 1916 πήρε άδεια και επέστρεψε στην Αγία Ευθυμία. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απαλλάχτηκε των στρατιωτικών του καθηκόντων, καθώς είχε πετύχει σε έναν διαγωνισμό τελωνοφυλάκων. Το 1919 τοποθετήθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη (με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά) και μετά τον γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιάτική Καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας είχε ολοκληρώσει τα εννιά πρώτα διηγήματά του, ωστόσο η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα. Τότε μελέτησε νεοελληνική ποίηση και δημοτικό τραγούδι, καθώς επίσης έργα των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Κνουτ Χάμσουν, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Χένρικ Ίψεν και Όσκαρ Ουάιλντ, που επηρέασαν το έργο του. Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του "Στις πετροκολόνες στο λιμάνι" και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Κώστα Μπαστιά "Ελληνικά Γράμματα" για το έργο του "Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης", που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή (Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας). Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Καϋμοί στο Γρυπονήσι". Στροφή στη μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο "Το θείο Τραγί" και εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο "Μαριάμπας" που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ουλαλούμ". Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας "Εύριπος" και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών. Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα και το 1942 σημειώθηκε η πολύκροτη δίκη που κίνησε εναντίον του Αργύρη Βαλσαμά για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ο τελευταίος είχε ισχυρισθεί πως το θεατρικό έργο του Σκαρίμπα "Η γυναίκα του Καίσαρος" ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής από το έργο του Σόμμερσετ Μωμ "Το βαμμένο πέπλο". Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ, ωστόσο δε διώχτηκε ούτε εξορίστηκε και το 1945 κυκλοφόρησε τη βραχύβια εφημερίδα "Λευτεριά". Υποτονική ήταν η πολιτική του δραστηριότητα και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αλλά και αργότερα στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μελέτες. Πέθανε στην τελευταία κατοικία του στην οδό Κομίνη 8 της Χαλκίδας και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας τοποθετείται χρονικά στη γενιά του τριάντα, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση και αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην Ελλάδα. Η πεζογραφική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο της, μέσω της συστηματικής εξάρθρωσής της (τεχνική που παραπέμπει στο σουρεαλισμό) και την τοποθέτηση της πλοκής στο επίπεδο του προσχήματος, ενώ παράλληλα και συμπληρωματικά στην πρωτοποριακή γραφή του κινείται και το ποιητικό του έργο. Ο Σκαρίμπας υπήρξε ένας από τους εισηγητές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και του θεάτρου (πολλοί μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο έλληνα θεατρικό συγγραφέα του παραλόγου).


Βάσει του:


 

Τ - Τίτος Πατρίκιος (Πρόταση της κας Ζ. Καγκαλίδου)


Τίτος Πατρίκιος «Ομολογία»


Μιλήσαμε πολύ για τις γυναίκες

πάντα δειλοί για να παραδεχτούμε

την ομορφιά που μαστιγνώνει τη ζωή μας.


Ποιος είναι ο Τίτος Πατρίκιος;


Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, γιος των ηθοποιών Σπύρου και Λέλας Πατρικίου. Το 1946 ολοκλήρωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία 1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν το 1967. Στην Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών.

Η πρώτη του εμφάνιση στον χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό "Ξεκίνημα της Νιότης", ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Χωματόδρομος". Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού "Επιθεώρηση Τέχνης" από το 1954 δημοσίευσε πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις.

Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Το 1994 τιμήθηκε με ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του. Το Φεβρουάριο του 2020 έλαβε τα διάσημα του Αξιωματούχου του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τον πρέσβη της Γαλλίας στην Ελλάδα, Patrick Maisonnave.


Βάσει του:


 

Υ – υλικά

 

Ζωή Καρέλλη «Εργάτης στα Εργαστήρια του Χρόνου» (στο: Ποιήματα. τ. Ι. Οι εκδόσεις των φίλων 1973)

 

Καθώς εργάζονταν το σχήμα,                                                   1

εργάτης σε υαλουργείο,

κατάλαβε πολύ καλά τον έρωτα

για την ύλη,

όπου φυσούσε την πνοή του.                                                     5

Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,

φίλντισι, πολύτιμο ελεφαντοκόκκαλο

ή οπάλι με χρώματα ομίχλης

προς το κυανό.

Όλ’ αυτά ύλη, που γινόταν σχήμα,                                            10

σχήμα ερωτικό, για ό,τι υπάρχει

μεσ’ στο χρόνο.

 

Το σχήμα, δοχείο του χρόνου,

ερωτικό τον περιέβαλε,

προσφορά στο χρόνο,                                                               15

προσδοκία και δέξιμο μαζύ,

αγκάλιασμα στου χρόνου τη μορφή,

το σχήμα που σχημάτιζε ειδικό,

δικής του σημασίας,

δική του φαντασία.                                                                   20

 

Όμως καθώς το σχήμα έψαυε

τελειωμένο, ύστερα, το υλικό του χέρι,

κατάλαβε του χρόνου την υλικότητα.

καθώς το χέρι το δικό του

και το σχήμα μαζύ,                                                                   25

και το πολύτιμο ερωτικό υλικό

γινόταν διάφανη έννοια του χρόνου.

Όλα μαζύ.

Ιδίως ο εαυτός του.

 

Ποια ήταν η Ζωή Καρέλλη;

 

Η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη, 1901-1998) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αδελφός της ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το 3ο μάτι, όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα «Διαθέσεις». Το 1937 πρωτοδημοσίευσε ποίημά της («Φετεπουρσικρί») στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες.

   Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Υπήρξε μέλος του κύκλου του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης. Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλλιοτ.

   Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ως το 1981) και της Ακαδημίας Αθηνών (1982). Στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, αποτέλεσμα της δημιουργικής αφομοίωσης της ελληνικής (αρχαίας και νέας) και ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης, κυριαρχούν ο εσωτερικός λόγος και η υπαρξιακή αγωνία, εκφρασμένη στο πλαίσιο των συνδυασμών γυναικείας ευαισθησίας και διανόησης, ελληνικότητας και ανθρωπισμού και μιας “ανοίκειας” θεματικής και ποιητικής γραφής. Την προβληματική της ποίησής της μετέφερε και στα θεατρικά της έργα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό της έργο κυρίως γύρω από τη λογοτεχνία και το θέατρο.

 

Βάσει του:

 

Φ

 

 

Χ – Χαϊκού (σύντομο ποίημα που απηχεί ένα στιγμιότυπο, σχεδόν φευγαλέο)

 

Γ. Σεφέρης «Χαϊκού»

 

Να’ ναι η φωνή

πεθαμένων φίλων μας

ή φωνογράφος;

 

 

Ποιος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης;

 

Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα τη μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, Άγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν. Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα, όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι, όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του.

     Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία ως ακόλουθος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα, όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962).

     Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεται από τη διπλωματική του σταδιοδρομία, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι τον θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

     Το πρώτο έργο του Γιώργου Σεφέρη είναι η συλλογή "Στροφή" που δημοσιεύτηκε το 1931. Η συλλογή του αυτή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση.

     Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τα δοκίμια του Σεφέρη, στα οποία ανέπτυσσε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας. Έγραψε για τον Κάλβο, τον Δάντη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Έλιοτ. Εκδόθηκαν με τον τίτλο "Δοκιμές" (1944, έκδοση σε δύο τόμους το 1974 από τον Ίκαρο, σε επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη· ο τρίτος τόμος επίσης από τον Ίκαρο εκδόθηκε το 1992 με επιμέλεια Δημ. Δασκαλόπουλου.)

 

Βάσει του:

 

 

Ψ - Ψωμί (Πρόταση της κας Ζ. Καγκαλίδου)


Μίλτος Σαχτούρης «Το ψωμί» (στο: Ποιήματα (1945-1971). Αθήνα: Κέδρος, 1996 [8η έκδ.], σ. 144.)


Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό 1

ψωμί είχε πέσει στον δρόμο από τον ουρανό

ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι

έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω

όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή 5

μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό

κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,

όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ο υ ρ α ν ό

Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!


Για τον Μίλτο Σαχτούρη βλ. στο Δ.

 

Ω – Ώρα – «Μούχρωμα», δηλ. το λυκόφως, το σούρουπο – Ένα Σονέτο par excellence

 

Λορέντζος Μαβίλης «Μούχρωμα»

 

Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα                             1

και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει.

στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει

ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,

 

χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,                                     5

που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,

την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει

σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

 

αξέχαστη. ξανθές κρινοτραχήλες

αγάπες, γαλανά βασιλεμένα                                          10

μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

 

και δάκρυα. πλάνα δώρα ζηλεμένα

της ζήσης, που αχνοσβιέται και τελειώνει

σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.

 



 

 

Η ομίχλη το ηλιοβασίλεμα στο Catskills (περ. 1861) του Sanford Robinson Gifford

 

Ποιος ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης;

 

Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912) γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία, όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen. Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας. Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Σημειώνεται επίσης ο ερωτικός δεσμός του Λορέντζου Μαβίλη με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου). Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου. Στο έργο του Μαβίλη έντονη παρουσιάζεται η σολωμική επίδραση, κυρίως στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα. Επίδραση δέχτηκε επίσης από τις παραδόσεις του Φίχτε, τις οποίες παρακολούθησε στη Γερμανία, και από τη φιλοσοφία του Καντ. Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έγραψε και πολλές μεταφράσεις. Τα πιο γνωστά σονέτα του: Λήθη, Καλλιπάτειρα, Ελιά, Μούχρωμα. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα.

 

Βάσει του:

 

 

49 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Το Μπουκάλι

Comments


bottom of page