Μια βιογραφία που στηρίζεται στην ταραχώδη σχέση ανάμεσα στον Elvis Presley και την Priscilla Presley.
Η φορμαρισμένη Sofia Coppola για άλλη μια φορά ως «girls’s» σεναριογράφος και σκηνοθέτης προσπαθεί να αφηγηθεί την ιστορία του βασιλιά της ροκ εν ρολ όταν οι πόρτες είναι κλειστές. Μια ταινία απάντηση για κάποιους στην βιογραφία Elvis (2022) με τον Austin Butler, η οποία επικεντρώνεται στην σχέση του αμερικανικού μύθου της μουσικής με τον χειριστικό μάνατζερ του, «συνταγματάρχη», αδιαφορώντας για την ύπαρξη της Priscilla και την επιρροή που άσκησε στην εξέλιξη του Elvis. Διφορούμενες οι απόψεις για την ταινία με κάποιες χαρακτηριστικά να καταδικάζουν την προσπάθεια της Coppola να ρομαντικοποιήσει την βίαιη και τοξική συναναστροφή των δυο νέων. Η τελευταία συνοψίζεται σε ένα παράνομο, για τον σύγχρονο κόσμο, αυτό ειδύλλιο που κατέληξε σε έναν γάμο, μια τεταμένη και ανυπόφορη συμβίωση πριν και μετά την γέννηση της Lisa Marie και τέλος ένα αναπόφευκτο διαζύγιο.
Η Sofia Coppola έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν ότι προσπαθεί να μοιάσει και να διατηρήσει την δόξα του πατέρα της και στην προσπάθεια της να εμφανιστεί ως άξια συνεχιστής και διάδοχος, συχνά οδηγείται σε επιλογές που την κάνουν συνηθισμένη και προβλέψιμη. Σε αυτή την ταινία πετυχαίνει αν και ακολουθεί την συγκεκριμένη σκαλέτα της, να βρει την ισορροπία.
Για κάποιους η ζωή της Priscilla με βάση τα αφηγήματα της και το βιβλίο Elvis and me και Elvis by the Presleys ήταν έντονη, ταραχώδης, πικρή με αναπάντεχες προκλήσεις. Στη Priscilla παρατηρούμε μια σταδιακή αλλαγή των συναισθημάτων της Cailee Spaeny και όχι μια μονοδιάστατη κατηγορία εναντίον του Elvis να διαιωνίζεται σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Η Coppola αποδίδει την πολυσυζητημένη ζωή της Priscilla με εσωτερική ένταση και όχι με μια απέραντη οργή και ωμότητα, παραξενεύοντας αρκετούς που περίμεναν μια πρωταγωνίστρια να ξεσπά, να ωρύεται και να κλαίει.
Η αλήθεια είναι όμως ότι πρόκειται για μια δεκατετράχρονη κοπέλα γιατί τόσο ήταν η Priscilla όταν γνωρίστηκε με τον Elvis το 1959 σε ένα σουαρέ στην Γερμανία. Δεν ήταν παρά μια ανολοκλήρωτη, ευάλωτη προσωπικότητα που έψαχνε απεγνωσμένα για μια αλλαγή στην ανιαρή ζωή της μακριά από τους φίλους και την πατρίδα. Δεν ήταν προετοιμασμένη για την αποξένωση που της επιφύλασσε η καθημερινότητα στην ονειρεμένη Graceland, την έντονη δυσφορία και τον προβληματικό χαρακτήρα του Elvis που άρχισε να ξετυλίγεται από την επιστροφή του στην Αμερική και την επαναφορά στην πιεστική ζωή και την απαίτηση από όλους όσους τον ακολουθούσαν και επωφελούνταν από αυτόν για επιτυχία.
Χωρίς λοιπόν να δαιμονοποιεί και να ηθογραφεί τον Elvis ως τον «villain» της υπόθεσης, εστιάζει και υιοθετεί πλήρως στην οπτική γωνία της Priscilla και την συστήνει ως μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο μέσα από τους περιορισμούς και τα όρια που της θέτει ο σύζυγος της. Η πρωταγωνίστρια αποδίδει ακριβώς αυτή την απομόνωση της ανήλικης Priscilla η οποία δεν έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το πόσο αλλόκοτο και ασυνήθιστο είναι αυτό το οποίο στα μάτια της φαντάζει απολύτως φυσιολογικό. Αυτή η αδιόρατη καταπίεση για εκείνη και για εμάς το κοινό εξόφθαλμη, οδηγεί σταδιακά σε βαθμιαίες συνειδητοποιήσεις για την πραγματικότητα. Η ωραιοποιημένη εκδοχή της ζωής του βασιλιά της μουσικής που κυριαρχούσε ήδη από το 1956 με το heartbreak hotel και για την οποία ζωή «a million girls would kill for», (Devil wears Prada), αρχίζει να ξεφτίζει στα μάτια της Priscilla που την απομυθοποιεί και φτάνει να την απεχθάνεται.
Όταν πιά η «μεγάλη» και πολυτελής ζωή και τα πάρτι στο Vegas δεν αρκούν, η νεαρή Priscilla αντιλαμβάνεται αυτή την περίεργη και ασυνήθιστη πραγματικότητα που βιώνει και υφίσταται ως απόρροια της αφύσικης, ασταθούς και παθολογικής συμπεριφοράς του Elvis. Αυτό το πορτρέτο αγάπης σταδιακά μεταβάλλεται. Από μια αρχική γνωριμία που συνεπήρε και προκάλεσε έξαψη στην νεαρή Priscilla και που λειτούργησε για εκείνη ως σύμμαχος στην μοναξιά της στην Γερμανία, κατέληξε σε έναν ευάλωτο καλό φίλο με τον οποίο όμως δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει άλλο καθώς οι αντοχές της δεν της το επέτρεπαν.
Συνολικά η Coppola καταφέρνει να σκιαγραφήσει και να αποτυπώσει τους χαρακτήρες επαρκώς απαθανατίζοντάς τους στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο με εξαιρετική φωτογραφία και καταπληκτική μουσική επένδυση, στην οποία δεν μπορούμε να αποδώσουμε μομφές. Δίνει την ευκαιρία στην Priscilla Presley να αφηγηθεί την ιστορία όπως αυτή την θυμάται. Κάνει «capture» την ζωή όπως την έζησε η ίδια, την ζωή που θα ήθελαν ίσως πολλοί να ζήσουν και τις θυσίες που κρύβει αυτή.
Η ταινία τελειώνει με την αποδοχή και συμφιλίωση όχι μόνο της ίδιας της Priscilla, αλλά και του θεατή με την συμπεριφορά του Elvis για την οποία δεν είναι κανείς υπεύθυνος να την αλλάξει. Ταυτόχρονα επέρχεται η αναμενόμενη κάθαρση με την τελευταία σκηνή. Η Priscilla εγκαταλείπει την Graceland με το τραγούδι «I will always love you» της Dolly Parton να δίνει ένα συμβολικό νόημα στην όλη απόφαση της πρωταγωνίστριας.
Comments