Σύγχρονη, σεναριακά απλή, σκηνοθετικά τολμηρή, αφηγηματικά δουλεμένη με δύο κορυφαίες ερμηνείες-κουβαλητές. Μία ηχηρή υπενθύμιση του τι είναι πραγματικά σημαντικό.
Ακριβώς μία εικοσαετία έχει περάσει από την μεταφορά του μυθιστορήματος του Νίκολας Σπαρκς στην μεγάλη οθόνη, με τον ομώνυμο τίτλο The Notebook. Η σκηνοθεσία του Νικ Κασσαβέτ, παρά τις διφορούμενες και, συχνά, πολωμένες κριτικές, κατόρθωσε κάτι παραπάνω από θρίαμβο στο box office, δημιουργία ενός cult classic και ανάδειξη κορυφαίων ερμηνειών δύο ανερχόμενων αστέρων: έθεσε νέα στάνταρ για το ρομαντικό δράμα. Η αφηγηματική δομή και αισθητική της ταινίας θα δείξει και θα ανοίξει τον δρόμο για την επιτυχία του είδους την επόμενη δεκαετία, με πλήθος μεταφορών βιβλίων του Σπάρκς ή παρόμοιων ιστοριών, που δεν θα αργήσουν να καταντήσουν προβλέψιμες, εμπορικές ανακυκλώσεις της ίδιας αφηγηματικής κονσέρβας, αρδεύοντας εξαντλητικά και τις τελευταίες στάλες συναισθηματικής διαθεσιμότητας και αντοχής του κοινού.
Ήμουν έτοιμη να παίξω σε μία ιστορία αγάπης. [...] Είναι μέρος της ζωής, μέρος της δικής μου ζωής. Έχω ερωτευτεί με τρόπο μαγικό και θέλω να αγγίξω τους ανθρώπους με τον σωστό τρόπο. - Florence Pugh
Από τότε έχουν αλλάξει πολλά στην κινηματογραφική βιομηχανία. Με την μέτα-covid παραγωγή ταινιών να βρίσκεται ίσως στα κυνικότερά της, επιχειρώντας να προσαρμοστεί στην οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά την κρίση του '08, τις τεχνολογικές εξελίξεις των smartphones και των social, και το κύμα των συνδρομητικών διαδικτυακών πλατφορμών που εδραιώθηκαν παγκοσμίως επί καραντίνας, τα κεφάλαια κινούνται προς πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Βασικό πεδίο μάχης αποτελεί η εξασφάλιση πνευματικής ιδιοκτησίας πετυχημένων franchises (βλ. τι έγινε με Disney και Marvel). Οι σεζόν βρίθουν σε sequel και reboot. Η παραμονή ενός έργου στις αίθουσες έχει μειωθεί δραστικά, από τις πάλαι πότε ενενήντα ημέρες, στον μήνα στην καλύτερη των περιπτώσεων. Ορισμένες ταινίες δεν περνούν καν από την μεγάλη οθόνη όντας αποκλειστικά διαθέσιμες στις πλατφόρμες κολοσσούς (βλ. Wolfes). Οι λίγες, μεγάλες, σίγουρες παραγωγές έχουν επικρατήσει εμφατικά έναντι των indie films που πλέον συνιστούν είδος προς εξαφάνιση, τουλάχιστον στο πανί.
Σε αυτό πλαίσιο, το We Live In Time έρχεται να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του ρομαντικού δράματος και της ρομαντικής δραμεντί. Η Άλμουτ [Florence Pugh], μία πετυχημένη, φιλόδοξη, νεαρή Σεφ που ανοίγει δικό της εστιατόριο λίγο πριν το ήμισυ της τρίτης της δεκαετίας, συναντά τον Τομπάιας [Andrew Garfield], εργαζόμενο στην εταιρεία δημητριακών Weetabix, λίγο πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου του. Ή μάλλον, έτσι θα εκκινούσε η ταινία αν ακολουθούσε την πεπατημένη. Ωστόσο, οι Τζόν Κράουλι, σκηνοθέτης, και Νικ Πέιν, σεναριογράφος, επιλέγουν ένα πιο επικίνδυνο μονοπάτι: αυτό της μη γραμμικής αφήγησης.
Γνωρίζουμε τους δύο χαρακτήρες σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, με τρία αφηγηματικά νήματα ξετυλίγονται παράλληλα μπροστά στα μάτια μας: πριν γνωριστούν, όταν περιμένουν παιδί και μετά την διάγνωση της Άλμπουτ. Οι συνεχείς μεταπηδήσεις ανάμεσά στους τρεις χρόνους, με τον καθένα να κυλά στην δική του ταχύτητα, υπολογισμένες με μαθηματική ακρίβεια και μεθοδικότητα κατορθώνουν κάτι μαγικό. Κανένας μας δεν θυμάται τις προηγούμενες ή νυν σχέσεις του γραμμικά, ως ιστορικά γεγονότα. Θυμόμαστε στιγμές. Συναισθήματα. Στιγμές και συναισθήματα που διαμόρφωσαν το ποιοι είμαστε σήμερα. Και που συνήθως μπλέκονται στο κεφάλι μας, σαν τις χρονικές κλωστές που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης. Βγαίνοντας από την αίθουσα είναι λες και γυρίσαμε εμείς οι ίδιοι πίσω να θυμηθούμε μια ιστορία συντροφικότητας που ήδη ξέρουμε.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της τολμηρής σκηνοθετικής κλωστοϋφαντουργίας ήταν περισσότερο ένα ζεστό πλεκτό πουλόβερ για τον επερχόμενο χειμώνα, παρά ένα κουβάρι, όπως υποστήριξαν κριτικές που έκριναν πως η σύνθετη αφηγηματική δομή δεν πέτυχε τον σκοπό της.
Με τον τρόπο αυτό, εξυπηρετείται μία ακόμη σκηνοθετική πρόθεση. Αφενός, η προσοχή του κοινού είναι αυξημένη από την αρχή της ταινίας στην προσπάθεια να ενώσει με υποθετικά σενάρια τις επί μέρους σκηνές, και, αφετέρου, οι αποκομμένες χρονικά σεκάνς αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα. Η νοητική επένδυση, απαίτηση της παράλληλης αφήγησης, ενθαρρύνει και την συναισθηματική συμμετοχή του θεατή, βασικού σκοπού ταινιών του είδους.
Επιπλέον, η εν λόγω επιλογή έθεσε τους δύο πρωταγωνιστές μπροστά σε μια υποκριτική πρόκληση. H δυναμική μεταξύ τους, από την πρώτη ατυχή συνάντηση, το αθώο φλέρτ, την σπίθα ενθουσιασμού, μέχρι τον έρωτα, τους καυγάδες, την αγάπη, το παιδί και την μάχη με τον καρκίνο, εξελίσσεται, όπως και σε κάθε ζευγάρι. Όταν, όμως, ο θεατής βλέπει εξ αρχής χρονικά δίπλα-δίπλα διαφορετικές φάσεις της σχέσης, η δυναμική οφείλει να είναι εξαιρετικά συνεκτική και προσδιορισμένη, ώστε να πείσει. Και κανένας δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το εγχείρημα καλύτερα από τους Andrew Garfield και Florence Pugh, ίσως ό,τι καλύτερο έχει το Χόλυγουντ στην ηλικία τους αυτή τη στιγμή.
Ωστόσο, ο αφηγηματικός πειραματισμός δεν συνιστά την μοναδική επιτυχία του έργου. Η προσέγγιση του έρωτα, της συντροφικότητας, του «μωρό μου θα γίνουμε γονείς», η μάχη με τον καρκίνο και η εσωτερική ανάγκη «να μας θυμούνται για κάτι» που τροφοδοτεί τον επαγγελματικό αγώνα της Άλμουτ, χαρακτηρίζεται από μία όμορφη απλότητα. Μία απλότητα υποστηριζόμενη από τον κανόνα show don't tell, που υπηρετούν στο μέγιστο τα πρόσωπα των δύο ηθοποιών καθ' όλη την διάρκεια του έργου. Μία απλότητα που καθιστά την αναπαράσταση ρεαλιστική και, ως απότοκο, μας επιτρέπει να αισθανθούμε τους ήρωες, να χαρούμε, να υποφέρουμε, να παλέψουμε μαζί τους. Μία απλότητα στην οποία καταλήγουν όσοι αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε από τις μεγάλες προκλήσεις που αγγίζει η ταινία.
Ως εκ τούτου, αποφεύγοντας τις παγίδες από κλισέ και τσιτάτα, όπου τείνουν να πέφτουν τα weepy romantic dramas, και σχοινοβατώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα στο συγκρουσιακό δίπολο των πατριαρχικών κατάλοιπων περί ρομαντισμού και της woke αντίδρασης, το We Live In Time έρχεται να δώσει στο εμπορικό κινηματογραφικό στερέωμα έναν ρομαντισμό που έχει λείψει.
Η ταινία έχει έρθει σε μία τρομερή χρονική στιγμή. Τη χρειάζονται όλοι. Σε όλους αρέσει να βλέπουν δύο άτομα να κάνουν κάτι πολύ απλό, να αγαπούν και να μπορούν να αγαπηθούν. - Florence Pugh
Η ταινία κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες στις 17 Οκτωβρίου και πλέον είναι διαθέσιμη σε περιορισμένο αριθμό κινηματογράφων. Όπως συνέστησε και η αγαπημένη Florence Pugh, μπείτε στην αίθουσα με ανοιχτή καρδιά και θα απολαύσετε καθένα από τα εκατόν τέσσερα (104) λεπτά της. Αν με ρωτάτε, μια συναισθηματική χαραμάδα αρκεί.
Ακούστε την μουσική της ταινίας εδώ.
Comentarios