Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί. Αν υπάρχει μια παροιμία που είμαστε καταδικασμένοι να μας περιγράφει τόσο στοχευμένα, εμάς τους ανθρώπους, τότε σίγουρα είναι αυτή. Όσο Άγιοι και καθαροί και να προσποιηθούμε ότι είμαστε, δεν είμαστε. Κανένας και καμία. Και από τη μία πλευρά, είναι λογικό. Κάποιες φορές μοιραία προσέχεις να μην κάψεις τη δική σου πίτα. Λίγο το ένστικτο της επιβίωσης, λίγο το «φθηνά να τη γλιτώσεις», λίγο το «εμείς να 'μάστε καλά» και λίγο ο σταυρός που βαραίνει του καθενός την πλάτη και δεν σου μείνε μυαλό για ξένη πίτα. Και από την άλλη πλευρά, είναι παράλoγο. Πώς να σε χορτάσει μια πίτα πραγματικά, όταν δεν έχεις με ποιον να τη μοιραστείς; Και γιατί να πρέπει να μας είναι αρκετό ότι εμείς έχουμε πίτα, ακόμη κι αν οι άλλοι δεν έχουν;
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Πάντα η δική μας πίτα θα μας νοιάζει περισσότερο, αν όχι μόνο. Κι άμα δεν τη δούμε να καίγεται, δε μας συγκινεί η πείνα του άλλου. Τι κι αν φωνάζει, κι αν ουρλιάζει, κι αν εκπλιπαρεί, κι αν θρηνεί, κι αν τη μυρίζεις όσο καίγεται. Η δική μας η πίτα να μην καεί και αυτό αρκεί. Ή τουλάχιστον, πρέπει να αρκεί.
Μετά από ένα ομολογουμένως δύσκολο στον απολογισμό καλοκαίρι, όπου διάβασα πολλά, είδα πολλά, άκουσα πολλά, συζήτησα πολλά, κοινοποίησα στα λεγόμενα ''social'', έστειλα μηνύματα, πήρα τηλέφωνα, ξέρετε τι κατάλαβα; Ότι η πίτα είναι πολύ σχετική έννοια. Άλλος πίτα θεωρεί το σπίτι του, άλλος το χωριό του, άλλος την πόλη του κι άλλος τη χώρα του. Και αν υποθέσουμε ότι η πίτα είναι όντως σχετική, τότε είναι εξίσου σχετικό και το τι τον μέλει τον καθέναν. Επίσης, σχετικό είναι και το πότε μέλει τον καθέναν κάτι, αλλά και το πόσο. Και το για πόσο θα τον μέλει. Και μετά από πολλές συζητήσεις, αναλύσεις, κακές σκέψεις και προσωπική ενδοσκόπηση, ερωτώ: είναι πράγματι νοιάξιμο για αυτή τη ρημάδα την πίτα, είτε είναι δική μας είτε όχι, ένα story που θα προσπεραστεί ή μήπως νοιάξιμο είναι μια προσευχή; Και αν υποθέσουμε ότι και τα δύο υποδηλώνουν αληθινό ενδιαφέρον, αποτελούν άραγε ουσιαστική αρωγή σε αυτούς που μείναν νηστικοί; Και εσύ τι πρέπει να κάνεις τελικά; Να μοιραστείς τη δική σου πίτα ή να τους δώσεις τα υλικά για να την ξαναφτιάξουν; Και άντε και την ξαναφτιάξαμε την πίτα. Πρέπει να καεί μια πίτα για να μας νοιάξει; Υπάρχει τρόπος να την προλάβουμε πριν καεί; Και ποιος φέρει την ευθύνη τελικά; Τα υλικά που ήταν εύφλεκτα; Ο φούρνος που ήτανε παλιός; Αυτός που την έφτιαξε; Αυτός που την ξέχασε; Αυτός που τρώει σε μια γωνιά τη δική του που δεν κάηκε; Μήπως φταίνε όλοι τελικά;
Κάποιοι θα σε πούνε υποκριτή, θα ισχυριστούν ότι δεν κάηκε ποτέ η πίτα σου. Άλλοι θα σε πούνε υπερβολικό μιας και τι ψυχή έχει μια πίτα που κάηκε, ακόμη κι αν οι νηστικοί που μείναν πίσω θα ζούσανε από αυτήν την πίτα. Άλλοι πάλι θα σε συντρέξουν και θα σε συνδράμουν. Αλλά τελικά, ποιος καταλάβε τι σημαίνει να μείνεις χωρίς πίτα;
Άλλοι λίγο και άλλοι πολύ, στο φινάλε όλοι είμαστε υποκριτές. Διασφαλίζουμε την πολύτιμη αρωγή και συμπαράστασή μας πίσω από μια κοινοποίηση, ένα story, μια κατακραυγή στο κράτος, μια κατακραυγή σε όσους δεν κοινοποίησαν αυτά που κοινοποιήσαμε εμείς, μια κατακραυγή σε όσους κάθισαν να φάνε τη δική τους πίτα, μια προσευχή και δύο σακούλες τρόφιμα. Και τέλος. Θαρρούμε πως η πίτα ξαναφτιάχτηκε. Κι αυτό, μέχρι να καεί η επόμενη.
Ίσως να μην είμαστε άξιοι να πράξουμε τίποτα περισσότερο από αυτά που ήδη πράττουμε. Ίσως πάλι να κοιτάμε ο καθένας την πίτα του, γιατί ξέρουμε ότι κανείς δεν θα κοιτάξει τη δική μας είτε χορτάτος είτε νηστικός. Ίσως τελικά να μην μας αξίζει καθόλου η πίτα. Είτε έχει καεί είτε όχι.
Kommentare