Όχι πολλά χρόνια πίσω, όταν άρχισαν οι γυναίκες να εισέρχονται στον επαγγελματικό χώρο της δημοσιογραφίας πιο δυναμικά, προκειμένου να έχει ο λόγος τους βαρύτητα έπρεπε να φοράνε ένα άκρως συντηρητικό “Talbot” κουστούμι σε μαύρο χρώμα, να έχουν τα μαλλιά τους πιασμένα ή κοντά, να μην φοράνε ποτέ κόκκινο κραγιόν ή βαρύ μακιγιάζ. Μία εργασιακή στολή, δηλαδή, χωρίς χαρακτήρα, ένα μέσο καταπίεσης της προσωπικότητας και της θηλυκότητας των γυναικών, μία «μη προκλητική», όπως κάποιοι υποστήριζαν, εμφάνιση η οποία δεν παραπλανεί το ανδρικό κοινό από το περιεχόμενο των ειδήσεων και διατηρεί μία σεμνή και προσιτή εικόνα. Για πολλές δεκαετίες η στολή αυτή υποδήλωνε ότι μία γυναίκα είναι εργαζόμενη, λειτουργούσε σαν κλειδί που άνοιγε πόρτες σε έναν κόσμο απλησίαστο για αυτή, ήταν μία μεταμφίεση για να μπορέσει να εγκλιματιστεί σε ένα περιβάλλον κατακλεισμένο από άνδρες δημοσιογράφους χωρίς να «φαίνεται ότι είναι γυναίκα». Το σακάκι ήταν ο τρόπος να κρύψουν οι γυναίκες το στήθος τους στον επαγγελματικό χώρο καθώς θεωρούνταν προκλητικό για ένα σοβαρό περιβάλλον, με σοβαρούς ανθρώπους και υπόβαθρο.
Παρ’ όλη την καταπίεση όμως των παλαιότερων χρόνων φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν πάρει μία θετική τροπή τα τελευταία χρόνια. Μπορεί να ήταν στην αρχή κοινωνικά αποδεκτό για μία δημοσιογράφο στην τηλεόραση να φοράει μόνο “Talbot” κουστούμι, όμως πλέον το κοινό καθώς έχει εξοικειωθεί με τις γυναίκες στον χώρο δεν έχει σημασία εάν είναι κουστούμι, τζιν ή φούστα. Σιγά σιγά λοιπόν υπήρξε μία πρόοδος και η γυναίκα έχει την ελευθερία και νιώθει άνετα να φοράει ό,τι της αρέσει. Το «power dressing» παραμένει σύμβολο εξουσίας, δείχνει κύρος και διατηρεί μία κλασική πνοή από το παρελθόν. Τα αιχμηρά σακάκια, τα ίσιας γραμμής παντελόνια και τα δομημένα φορέματα συνδυάζονται με κομψά αξεσουάρ, δημιουργώντας μια εμφάνιση που αποπνέει αυτοπεποίθηση και κομψότητα. Ο σκοπός πλέον δεν είναι μόνο να ταιριάζει στο επαγγελματικό περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα να αποτυπώνεται μέσω της ενδυμασίας αυτοπεποίθηση και προσωπικός χαρακτήρας.
Ένα από τα πιο προοδευτικά βήματα που έχει κάνει η γυναικεία μόδα είναι ότι αγκάλιασε επιτέλους την πολιτισμική διαφορετικότητα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται τηλεοπτικός χώρος και κατ’ επέκταση φωνή σε διαφορετικές εθνότητες και πολιτισμικά στοιχεία, κάτι εξαιρετικά σημαντικό για κανάλια με υπερεθνική ή και παγκόσμια κάλυψη και απήχηση. Οι ενδυμασιακές επιλογές των γυναικών δημοσιογράφων στο διεθνές δημοσιογραφικό στερέωμα, σήμερα, στρέφουν τον προβολέα στις ρίζες από τις οποίες προέρχονται, ευδοκιμώντας σε έναν κοσμοπολίτικο χώρο εργασίας.
Αυτή η στροφή προς την υιοθέτηση της διαφορετικότητας στα ρούχα των γυναικών δημοσιογράφων δεν αφορά μόνο την αισθητική, αλλά υποδηλώνει επίσης μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή. Καθώς το τοπίο των μέσων ενημέρωσης συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο τη σημασία των διαφορετικών φωνών και προοπτικών, οι γυναίκες δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν τα ρούχα τους ως μια μορφή οπτικής αφήγησης. Η ποικιλία των ρούχων που φορούν οι γυναίκες του χώρου αντικατοπτρίζει τώρα την πολύπλευρη φύση των εμπειριών τους, προσφέροντας στους θεατές μια πιο αυθεντική και πιο λεπτή κατανόηση των ατόμων πίσω από τις ειδήσεις. Η ποικιλομορφία στις επιλογές ρούχων χρησιμεύει επίσης ως ένα ισχυρό εργαλείο για την κατάρριψη των στερεοτύπων και την εξάρθρωση προκατειλημμένων αντιλήψεων σχετικά με το πώς πρέπει να είναι ένας δημοσιογράφος, ανοίγοντας το δρόμο για μια πιο περιεκτική και δίκαιη εκπροσώπηση στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης.
Επιπλέον, η υιοθέτηση διαφορετικών επιλογών ενδυμάτων από γυναίκες δημοσιογράφους αντανακλά μια ευρύτερη πολιτιστική στροφή προς την αναγνώριση και την εκτίμηση της ατομικότητας σε επαγγελματικά περιβάλλοντα. Επιτρέποντας στις γυναίκες να εκφράζονται αυθεντικά μέσα από το ντύσιμό τους, τα newsroom στέλνουν ένα μήνυμα που εκτιμά το ταλέντο, την ικανότητα και τη δημοσιογραφική ακεραιότητα έναντι της συμμόρφωσης. Αυτή η εξέλιξη στην προσέγγιση της ένδυσης των γυναικών δημοσιογράφων όχι μόνο συμβάλλει σε ένα πιο ζωντανό και δυναμικό περιβάλλον μέσων ενημέρωσης, αλλά επίσης θέτει το έδαφος για συνεχή πρόοδο προς ένα δημοσιογραφικό τοπίο που αντικατοπτρίζει πραγματικά την πλούσια ταπετσαρία των ανθρώπινων εμπειριών.
Στον αντίποδα, σύμφωνα με την Katherine Boyle (2012), από την Washington Post, παρ’ όλο που η γυναικεία μόδα στον εργασιακό χώρο της δημοσιογραφίας γενικότερα έχει αλλάξει και δίνεται η δυνατότητα να φοράνε ό,τι θέλουν, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά όταν πρόκειται για τον φακό. Υπάρχουν μαρτυρίες από γυναίκες δημοσιογράφους στις οποίες ασκήθηκε ψυχολογική πίεση για να φοράνε πιο αποκαλυπτικά σύνολα στην τηλεόραση. Με τον τρόπο αυτόν τα κανάλια προσπαθούν να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό που επικρατεί μεταξύ τους, υποβαθμίζοντας βέβαια το γυναικείο φύλο σε πρώτη φάση και το επάγγελμα της δημοσιογραφίας σε δεύτερη. Τέτοιες πρακτικές διαιωνίζουν επιβλαβή στερεότυπα, υπονομεύουν τη δημοσιογραφική ακεραιότητα και συμβάλλουν σε μια κουλτούρα αντικειμενοποίησης. Σε μια βιομηχανία που εκτιμά την αλήθεια και τη διαφάνεια, η πίεση των γυναικών να συμμορφώνονται με έναν συγκεκριμένο κώδικα ενδυμασίας που βασίζεται στις κοινωνικές προσδοκίες όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την επαγγελματική τους αυτονομία αλλά ενισχύει και τις προκαταλήψεις σχετικά με το φύλο. Είναι σημαντικό για τους οργανισμούς μέσων ενημέρωσης να δώσουν προτεραιότητα σε ένα εργασιακό περιβάλλον που σέβεται την αξιοπρέπεια και τον επαγγελματισμό όλων των δημοσιογράφων, ανεξαρτήτως φύλου, και να εργάζονται ενεργά ενάντια σε κάθε μορφή διάκρισης ή αντικειμενοποίησης στον κλάδο.
Καθώς γινόμαστε μάρτυρες αυτής της ενδυναμωτικής μεταμόρφωσης, γίνεται φανερό ότι η αποδοχή διαφορετικών επιλογών ενδυμάτων δεν είναι μόνο θέμα μόδας. Είναι σύμβολο προόδου προς μια πιο δίκαιη και ανοιχτόμυαλη βιομηχανία δημοσιογραφίας. Αγκαλιάζοντας τον πλούτο της ατομικής έκφρασης, οι γυναίκες δημοσιογράφοι όχι μόνο επαναπροσδιορίζουν τους δικούς τους ρόλους αλλά και αναδιαμορφώνουν την αφήγηση του τι σημαίνει να είσαι δημοσιογράφος στον 21ο αιώνα.
Comments