Δικαιωματικά Φυλακισμένοι
- Νικήτας Παπαδόπουλος
- 27 Μαρ
- διαβάστηκε 2 λεπτά
Η Ελλάδα ψήφισε τον Σωφρονιστικό Κώδικα το 1999, έναν νόμο που έθετε τα θεμέλια για την προστασία των δικαιωμάτων των φυλακισμένων. Ήταν μια εποχή που το κράτος αναγνώριζε πως, αν και η φυλάκιση αποτελεί τιμωρία, δεν μπορεί να σημαίνει την πλήρη απογύμνωση του κρατουμένου από την ανθρώπινη του υπόσταση. Οι φυλακισμένοι δεν παύουν να είναι άνθρωποι, δεν παύουν να έχουν δικαιώματα.
Σε μια σύγχρονη δημοκρατία, η ισότητα απέναντι στον νόμο είναι θεμελιώδης αρχή. Το Σύνταγμα της Ελλάδας προστατεύει την αρχή της ισονομίας, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και μέσα στη φυλακή δεν πρέπει να υπάρχουν διακρίσεις. Η φυλάκιση στερεί από κάποιον την ελευθερία του, αλλά όχι την ανθρώπινη αξία του. Οι κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ανεξαρτήτως του αδικήματος που έχουν διαπράξει. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι φυλακές είναι γεμάτες με ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών υποβάθρων. Αν αρχίσουμε να κάνουμε διακρίσεις μέσα σε αυτές, αν αποφασίσουμε ότι κάποιοι αξίζουν χειρότερη μεταχείριση επειδή απλώς ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα, τότε παύουμε να μιλάμε για κράτος δικαίου.
Πολλοί αντιδρούν λέγοντας πως οι φυλακισμένοι είναι εγκληματίες, άρα δεν πρέπει να τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα πέρα από το να εκτίσουν την ποινή τους. Ωστόσο, η απαγόρευση των διακρίσεων στις φυλακές δεν είναι θέμα επιείκειας, αλλά θέμα αρχής. Αν δεχτούμε ότι το κράτος μπορεί να κάνει διακρίσεις εις βάρος μιας κατηγορίας πολιτών, τότε πολύ εύκολα αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες κοινωνικές ομάδες.

Όμως, όσο αναγκαία είναι η ισότητα και η απαγόρευση των διακρίσεων, τόσο αμφιλεγόμενο είναι το ζήτημα της εκπαίδευσης και της εργασίας στις φυλακές. Υποστηρίζεται πως οι κρατούμενοι πρέπει να εκπαιδεύονται και να εργάζονται, ώστε να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία όταν αποφυλακιστούν. Αυτό ακούγεται ιδανικό, αλλά υπάρχει και μια άλλη όψη του νομίσματος. Πολλοί θεωρούν πως η φυλακή δεν πρέπει να λειτουργεί ως χώρος ευκαιριών, αλλά ως χώρος τιμωρίας.
Όταν κάποιος εγκληματεί, πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Δεν μπορεί το κράτος να του παρέχει περισσότερες ευκαιρίες απ’ όσες έχουν οι νόμιμοι, ελεύθεροι πολίτες. Πώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν κρατούμενοι που αποκτούν πτυχία μέσα από τη φυλακή, ενώ έξω από αυτή υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται να πληρώσουν τα δίδακτρα τους; Πώς γίνεται να προσφέρονται εργασιακές θέσεις σε φυλακισμένους, τη στιγμή που η ανεργία μαστίζει τη χώρα; Η φυλακή δεν πρέπει να είναι χώρος επιβράβευσης, αλλά ένας μηχανισμός που λειτουργεί αποτρεπτικά για το έγκλημα. Αν κάποιος ξέρει ότι θα βρεθεί σε ένα περιβάλλον όπου θα έχει πρόσβαση σε εκπαίδευση και εργασία, τουλάχιστον σύμφωνα με το Σύνταγμα, πόσο αποτρεπτικό είναι τελικά για εκείνον το να διαπράξει ένα έγκλημα;
Η κοινωνία πρέπει να αποφασίσει τι θέλει από το σωφρονιστικό της σύστημα. Θέλουμε να προσφέρουμε ίσες ευκαιρίες και να ενισχύσουμε την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων ή θέλουμε να επιβάλλουμε μια σκληρή τιμωρία χωρίς καμία παροχή; Η απάντηση ίσως να βρίσκεται κάπου στη μέση. Η ισότητα και η απαγόρευση των διακρίσεων είναι μη διαπραγματεύσιμες. Όμως, η εκπαίδευση και η εργασία στις φυλακές είναι ζητήματα που αξίζουν περισσότερη συζήτηση. Γιατί, τελικά, ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της φυλάκισης; Η επανένταξη ή η τιμωρία; Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα έχω να πω μόνο πως αν ένας φυλακισμένος έχει καλύτερες παροχές από το θύμα του, αυτό δείχνει την υποκρισία του σωφρονιστικού συστήματος και υποβαθμίζει την έννοια της δικαιοσύνης στις κοινωνίες μας.
Comments