Με αφορμή τις επικείμενες Ευρωεκλογές του 2024 το ζήτημα του ευρωσκεπτικισμού επανέρχεται στον πυρήνα των συζητήσεων, στην ρητορική των πολιτικών δρώντων και στην ημερήσια διάταξη των ΜΜΕ σε εγχώρια και ευρωπαϊκή διάσταση. Το φαινόμενο του ευρωσκεπτικισμού σχετίζεται με τον άστατο και κυρίως αμφισβητούμενο χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ως πολιτικής οντότητας: τον βασικό σκοπό και το σκεπτικό της, τον θεσμικό σχεδιασμό της και τη μελλοντική της τροχιά.
Λαμβάνοντας υπόψη τον ευρωσκεπτικισμό ως μια εσωτερική κρίση που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί από το ευρωπαϊκό εγχείρημα, έγκειται το ζήτημα αν και κατά πόσο η ΕΕ είναι ικανή να δημιουργήσει μέσω της επικοινωνίας ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και ασφάλειας στους/στις ευρωπαίους/-ες. Η κρίση του ευρωσκεπτικισμού προκύπτει πέρα από το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ και από το υπάρχον «επικοινωνιακό έλλειμμα». Επομένως οι ευρωπαίοι/-ες εταίροι οφείλουν να λάβουν την ευρωσκεπτικιστική κρίση ως επικοινωνιακή, χωρίς βέβαια να παραλείπουν τις άλλες πτυχές του φαινομένου.
Μέσα από ερευνητικές διαδικασίες γίνεται αντιληπτό πως οι πολίτες της ΕΕ φαίνεται να μην γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τον οργανισμό στον οποίο είναι μέρη και μέλη. Μάλιστα, η Ένωση πιστώνεται περισσότερο τα αρνητικά και τις αποτυχίες στα ζητήματα χειρισμού όπως ο «απάνθρωπος» τρόπος διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, και όχι τα θετικά, όπως η ελευθερία των πολιτών της να ζουν, να σπουδάζουν και να εργάζονται οπουδήποτε στην ΕΕ ή η προστασία των ψηφιακών δικαιωμάτων.
Η ευρωπαίοι/-ες δεν έχουν σταθερή εικόνα για την Ένωση, αντιθέτως υπάρχουν διακυμάνσεις ανάλογα με την χρονική περίοδο και την χώρα που εξετάζεται. Τα ποσοστά της «ουδετερότητας» ως προς την ΕΕ είναι σημαντικά μετρήσιμα, καθώς είναι πιθανό να αντικατοπτρίζουν την ολική άγνοια ή την μη εξοικείωση με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Έτσι, η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει απούσα ως προς την ουδετερότητα καθώς είναι πολύ πιθανό οι «ουδέτεροι» πολίτες να διαμορφώνουν πιο εύκολα τάσεις ευρωσκεπικισμού ή να επηρεαστούν από την ευρωσκεπτικιστική ρητορική.
Εκ παραλλήλου, οι πολίτες δείχνουν μια γενικευμένη ανησυχία σχετικά με την ετοιμότητα της ΕΕ ως προς την αντιμετώπιση των παθογενειών. Επιτακτική είναι η ανάγκη ανάκτησης της εμπιστοσύνης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης μέσα από την αύξηση των δημοκρατικών θεσμών, καθώς το δημοκρατικό έλλειμμα λειτουργεί ως κυρίαρχο επιχείρημα στην ρητορική των ευρωσκεπτικιστών. Παράλληλα, το Ευρωκοινοβούλιο, ως ο μοναδικός νομιμοποιημένος φορέας καλείται να λειτουργεί με μία φωνή και να προβάλει τις συνεκτικές δράσεις του, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των Ευρωεκλογών.
Σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν και τα έθνη-κράτη της Ένωσης. Όταν ο/η εκάστοτε ηγέτης/ηγέτιδα και τα εθνικά ΜΜΕ επικοινωνούν ένα μήνυμα με τρόπο διαφορετικό από αυτόν της Ένωσης, μεταδίδονται αυτομάτως για ένα ζήτημα 27 διαφορετικά μηνύματα, με αποτέλεσμα οι πολίτες να χάνονται στη μετάφραση. Σημασία, λοιπόν, έχει η πλαισίωση (framing) της κάλυψης των ευρωπαϊκών ζητημάτων καθιστώντας αναγκαία την δημιουργία εύρεσης ενός κατάλληλου και συνεκτικού τρόπου πλαισίωσης .
Η δράση σε εσωκομματικό επίπεδο είναι κομβική, καθώς τα αποτελέσματά ερευνών δείχνουν ότι τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα θέτουν την Ευρώπη στην ημερήσια διάταξη, και υπερασπίζονται τις φιλοευρωπαϊκές τους θέσεις. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα των κρατών-μελών, χωρίς προπαγανδιστικό τρόπο όπως τα αντίστοιχα ευρωσκεπτικιστικά, να προσπαθούν να έχουν ισχυρή παρουσία στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Για να αμβλυνθεί το αίσθημα της περιθωριοποίησης του κοινού χρειάζεται να δομηθούν τα θεμέλια για μια ενιαία ευρωπαϊκή επικοινωνιακή πολιτική. Σίγουρα, το εγχείρημα μιας συνεκτικής επικοινωνιακής πολιτικής είναι ιδιαίτερα δύσκολο καθώς η ΕΕ είναι ένα υβριδικό οικοδόμημα που αποτελείται από 27 κράτη-μέλη, με διαφορετικά εθνικά συμφέροντα και αντίληψη για τον επικοινωνιακό τρόπο διαχείρισης μιας κρίσης.
Ταυτόχρονα, υπάρχει απουσία κοινής και απλουστευμένης ορολογίας, ενώ ο διπλωματικός λόγος και πολλές φορές ο λόγος των ευρωβουλευτών είναι «ξύλινος» και γεμάτος τεχνοκρατικούς όρους. Χρειάζεται λοιπόν επικαιροποίηση της ορολογίας ώστε να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε συνθήκες. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί και μία εκστρατεία κατά των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων ώστε οι ευρωπαίοι/-ες να αντιληφθούν ότι η Ένωση ανταποκρίνεται στις αμφιβολίες τους. Σημαντικότερη είναι η αντίληψη της ανάγκης συνεχούς και σταθερής ενημέρωσης και διαχείρισης της κρίσης του ευρωκεπτικισμού, καθώς δεν αποτελεί μια εκρηκτική κρίση, αλλά μια συνθήκη που ενυπάρχει από την αρχή οικοδόμησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Ουσιαστικά, το ζήτημα του «επικοινωνιακού ελλείμματος» δεν είναι το τι επικοινωνεί η Ένωση, αλλά ο τρόπος που το κάνει. Είναι φανερό ότι μια επικοινωνιακή πολιτική δεν μπορεί να επιτευχθεί μονόπλευρα αλλά η επιτυχία μπορεί να επέλθει μόνο από ένα τρίπτυχο. Στο παρόν ζήτημα λοιπόν «το τρίπτυχο της επιτυχίας» αποτελούν αρχικά οι ίδιοι οι θεσμοί της Ένωσης, δευτερευόντως τα ευρωπαϊκά κόμματα και τα εθνικά κόμματα στα εκάστοτε Κράτη-μέλη και τέλος τα εγχώρια ΜΜΕ. Μόνο με την συνεργασία όλων των παραγόντων και την υποχώρηση ενός μέρους των εθνικών συμφερόντων μπορούν να αποφευχθούν οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις.
Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του αναγνωρισμένου ως πατέρα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος Jean Monnet, «η Ευρώπη θα σφυρηλατήσει την ενότητά της μέσα από κρίσεις». Έτσι, η ΕΕ οφείλει να φανεί αντάξια των περιστάσεων, να εκμεταλλευτεί κάθε επικοινωνιακό σκέλος που μπορεί να αναπτύξει και να θέτει στην κορύφωση της ατζέντας τις εσωτερικές επικοινωνιακές κρίσεις που προκύπτουν συνεχώς. Ποιο είναι το νόημα των επιτευγμάτων ενός τέτοιου σημαντικού εγχειρήματος, αν δεν καταφέρνει να τα επικοινωνήσει; Θα καταφέρει άραγε η ΕΕ να αντιμετωπίσει της ευρωσκεπτικιστική ρητορική και να πείσει όλο και περισσότερους/-ες ευρωπαίους/-ες πολίτες να συμμετέχουν στις επικείμενες Ευροεκλογές;
Comments