Η μουσική ανέκαθεν δεν αποτελούσε απλώς μια τέχνη, αλλά μια γλώσσα που μπορούσε να γίνει κατανοητή από όλους, να εκφράσει και να επηρεάσει με άμεσο τρόπο τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις των ακροατών. Πολλά τα ιστορικά παραδείγματα, όπου η μουσική διαπλέκεται με την πολιτική, αξιοποιώντας την ενότητα που μπορεί να προκαλέσει ως ένα εργαλείο πολιτικής επιρροής και διάδοσης ιδεολογιών. Χαρακτηριστική είναι η πολιτική χροιά που δόθηκε στο έργο δύο εκ των σημαντικότερων συνθετών του 19ου αιώνα, του Ρίχαρντ Βάγκνερ και του Τζουζέπε Βέρντι, ακόμα και δεκαετίες μετά τον θάνατό τους.
Στις 22 Μαΐου του 1813, στη Λειψία της Γερμανίας, γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συνθέτες, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Λίγους μήνες αργότερα, στις 9 ή 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στον οικισμό Ρονκόλα κοντά στο Μπουσσέτο της Ιταλίας, ήρθε στη ζωή ένας εκ των πιο δημοφιλών Ιταλών συνθετών, ο Τζουζέπε Βέρντι. Κανείς από τους γονείς τους δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός, όμως και οι δύο έμελλε να νιώσουν την αναπόφευκτη έλξη της μουσικής, να μεγαλουργήσουν στη σύνθεση, και να αλλάξουν ριζικά την πορεία της όπερας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Το έργο και των δύο αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ αξιοσήμαντη είναι και η επιρροή του τόσο σε καλλιτεχνικό, όσο και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Terezienstadt (Terezin) της Τσεχοσλοβακίας, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Bέρντι, το «Ρέκβιεμ», ερμηνεύτηκε από εκατοντάδες κρατούμενους συνολικά δεκαέξι φορές. Υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Rafael Schächter, οι κρατούμενοι, παρά τις συνθήκες καταπίεσης και τη διαρκή οσμή του θανάτου πάνω από τα κεφάλια τους, βρήκαν το κουράγιο να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν μία χορωδία. Διδάχτηκαν αυτό το πολύ απαιτητικό έργο, μελέτησαν για ώρες, πρόβαραν τις μελωδίες του Ιταλού συνθέτη, και εν τέλει παρουσίασαν το «Ρέκβιεμ» με τη συνοδεία ενός μόνο πιάνου, με σκοπό να μεταδώσουν υπογείως το μήνυμα της ελπίδας και της αντίστασης ενάντια στους κατακτητές.
Την ίδια στιγμή, η μουσική του Βάγκνερ προβαλλόταν ως μέρος της ναζιστικής προπαγάνδας, ενώ η μουσική Εβραίων συνθετών (Giacomo Meyerbeer, Felix Mendelssohn) απαγορεύτηκε. Μάλιστα, σε αρκετές ναζιστικές εκδηλώσεις μπορούσε κανείς να ακούσει αποσπάσματα από όπερες του Βάγκνερ, όπως από τη «Rienzi» («Ριέντζι») και «Die Meistersinger von Nurnberg» («Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης»), ως μια προσπάθεια τόνωσης της γερμανικής εθνικής συνείδησης του Τρίτου Ράιχ.
Γιατί, όμως, δύο συνθέτες που είχαν φύγει από τη ζωή σχεδόν μισό αιώνα πριν, ο Βέρντι και ο Βάγκνερ, επελέγησαν ως σύμβολα ελευθερίας και ναζιστικού ιδεώδους αντίστοιχα;
Το όνομα του Τζουζέπε Βέρντι έχει συνδεθεί με την ελευθερία και την επανάσταση αρκετές φορές στο παρελθόν. Όσο ο ίδιος ήταν στη ζωή και ενώ η Ιταλία προσπαθούσε να απαλλαγεί από την Αυστριακή κυριαρχία κατά τα έτη 1858 και 1859, η φράση «VIVA VERDI» («Ζήτω ο Βέρντι») ακουγόταν διαρκώς από τα στόματα των επαναστατημένων Ιταλών. Μέσα στη συγκεκριμένη φράση είχε κρυφτεί το μήνυμα «VIVA Vittorio Emanuele Re D’Italia», δηλαδή «Ζήτω ο Βιττόριο Εμανουέλε Βασιλιάς της Ιταλίας», ο οποίος και κατάφερε να πάρει τον θρόνο μετά από την ενοποίηση της Ιταλίας το 1861. Ο ίδιος ο Βέρντι ήταν θερμός υποστηρικτής της επανάστασης και με την αποκατάσταση της ελευθερίας, έγινε μέλος του πρώτου κοινοβουλίου της Ιταλίας, μετά από προτροπή του πρωθυπουργού Καμίλλο Καβούρ. Το χορωδιακό που είχε γράψει για την όπερα «Nabucco» («Ναμπούκκο») με τίτλο «Va pensiero» («Πέτα σκέψη») στο οποίο οι Εβραίοι θρηνούν την χαμένη τους πατρίδα, τραγουδήθηκε από τους Ιταλούς επαναστάτες με σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού του λαού. Αυτή η μελωδία ήταν που συντρόφευσε τον Βέρντι στην τελευταία του κατοικία, όταν κατά τη μεταφορά του φέρετρού του στον τελικό τόπο ταφής, 300.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του Μιλάνο και ένωσαν τις φωνές τους τραγουδώντας και αποχαιρετώντας τον μεγάλο συνθέτη με το συγκεκριμένο κομμάτι.
Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, όταν ο διάσημος μαέστρος Ρικκάρντο Μούτι διηύθυνε τον «Nabucco» στις 12 Μαρτίου του 2011 στην Όπερα της Ρώμης, με αφορμή την 150η επέτειο του έργου και ενώπιον του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετά από τις έντονες επευφημίες του κοινού, υποχρεώθηκε να επαναλάβει το συγκεκριμένο χορωδιακό (bis). Προτού όμως αρχίσει να διευθύνει, γύρισε την πλάτη του στην ορχήστρα και απευθύνθηκε στο κοινό λέγοντας: «Έχω λιγότερα από τριάντα χρόνια ακόμα και έπειτα θα έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως ως Ιταλός που ταξιδεύει στον κόσμο, είμαι πολύ στεναχωρημένος για αυτό που συμβαίνει. Οπότε αν κάνω «encore» («επανάληψη») όπως ζητάτε, θα το κάνω όχι μόνο για πατριωτικούς λόγους, αλλά, όταν σήμερα η χορωδία τραγούδησε «o mia patria, si bella e perduta» («ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη»), σκέφτηκα πως αν σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο χτίστηκε η ιστορία της Ιταλίας, τότε στ’ αλήθεια η χώρα μας θα είναι «bella e perduta» («όμορφη και χαμένη»)». Στη συνέχεια, αφού πέρασε το μήνυμά του, άρχισε να διευθύνει το κοινό, που μαζί με τη χορωδία που βρισκόταν επί σκηνής, τραγούδησε μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης.
Παρόμοιο κλίμα πρέπει να επικρατούσε και σε εκείνες τις αυτοσχέδιες συναυλίες των κρατουμένων του Terezienstadt. Ένα ιερό κείμενο της νεκρώσιμης θείας λειτουργίας μελοποιήθηκε από τον Βέρντι, ο οποίος με την ιδιαίτερη μουσική του σύνθεση, έφερε στο προσκήνιο την ανθρώπινη δύναμη και δημιούργησε ένα αριστούργημα που εκφράζει τα πιο βαθιά συναισθήματα του ψυχισμού του ανθρώπου. Αυτό ήταν που έδωσε στη χορωδία των κρατουμένων τη δύναμη να ξεχάσει για λίγο το σκοτάδι, και ταυτόχρονα να παρατηρήσει και να διαιωνίσει το φως που μπορούσε να δημιουργήσει. Μετά το πέρας της συναυλίας, ένα θαύμα είχε ήδη συμβεί. Οι κρατούμενοι είχαν ξανά στα χέρια τους ένα δυνατό όπλο: την ελπίδα!
Με τον ίδιο τρόπο, οι αντίπαλοί τους αποπειράθηκαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη της μουσικής προς όφελός τους. Για αυτό και στράφηκαν στον συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ. Πράγματι, είναι γνωστό πως ο ίδιος ο συνθέτης κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε εκφράσει αντισημιτικές απόψεις. Συγκεκριμένα, το 1850 εξέδωσε ένα κείμενο με τίτλο «Judenthum in der Musik» («Εβραϊσμός στη μουσική»), στο οποίο αποδοκίμαζε Εβραίους συνθέτες όπως ο Μέντελσον, ενώ εξέφραζε την άποψη πως οι Εβραίοι συνθέτες δεν μπορούσαν να γράψουν παρά μόνο «ρηχή και τεχνητή» μουσική, επειδή δεν είχαν επαφή με το «αυθεντικό πνεύμα» των Γερμανών. Συμβούλευε επίσης τους Εβραίους να απομακρυνθούν από τη θρησκεία τους και να ακολουθήσουν το παράδειγμα ομόθρησκών τους που είχαν αλλαξοπιστήσει και εναρμονιστεί με τη γερμανική κουλτούρα.
Αξίζει να σημειωθεί πως παρά τη δημοσίευση του κειμένου του, ο Βάγκνερ συνέχισε να έχει Εβραίους φίλους και συναδέλφους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως για παράδειγμα τον μαέστρο Χέρμαν Λεβί.
Αυτή λοιπόν η εθνική υπερηφάνεια του Βάγκνερ, καθώς και η αποστροφή του προς τη φυλή των Εβραίων, κέντρισε το προσωπικό ενδιαφέρον του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος ήδη από το 1924 πίστεψε πως το όραμά του για τη σύγχρονη Γερμανία αντικατοπτριζόταν στη μουσική του Βάγκνερ. Μάλιστα για τα 50α γενέθλιά του ζήτησε τα πρωτότυπα χειρόγραφα αρκετών οπερών του Γερμανού συνθέτη, τα οποία και πήρε μαζί στο καταφύγιό του, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας Βάγκνερ.
Το φεστιβάλ του Bayreuth (Μπαϊρόιτ), θεσμός που ιδρύθηκε το 1876 με σκοπό την παρουσίαση των έργων του Βάγκνερ και λειτουργεί μέχρι και σήμερα, μετατράπηκε στο ιδανικό μέσο ναζιστικής προπαγάνδας. Η μεγαλειώδης μουσική σύνθεση καθώς και οι όπερες μυθολογικού περιεχομένου άρχισαν να προβάλλονται ως σύμβολα «γερμανικού ιδεώδους». Παρόλα αυτά, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το έργο του Βάγκνερ δεν προωθήθηκε συνολικά, καθώς όπερες όπως η «Tristan und Isolde» («Τριστάνος και Ιζόλδη») και «Parsifal» («Πάρσιφαλ») παραμερίστηκαν.
Αρκετά χρόνια μετά το πέρας του πολέμου, όταν το 1981 η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, υπό τον ξακουστό μαέστρο Zubin Mehta επιχείρησε να ερμηνεύσει την εισαγωγή από την όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη», ένας επιζών του Ολοκαυτώματος διέκοψε τη συναυλία καθώς ανέβηκε στη σκηνή και ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό του, έδειξε τα σημάδια που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της κράτησής του σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Όταν το ίδιο έργο επιχειρήθηκε να ερμηνευτεί από την ίδια ορχήστρα το 2001 στο Τελ Αβίβ, υπό τον μαέστρο Daniel Barenboim, το κοινό διχάστηκε μεταξύ επευφημιών και διαμαρτυριών.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2012, η πολιτική οργάνωση Emergency Committee for Israel (ECI) δημοσίευσε μια πολιτική διαφήμιση την οποία επένδυε μουσικά μια παραλλαγή της πένθιμης μουσικής του «Siegfried» («Ζίγκφριντ») από την όπερα του Βάγκνερ με τίτλο «Götterdämmerung» («Το Λυκόφως των Θεών»). Η επιβλητική μουσική δημιουργεί μια σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα, ενώ σε κάποιον γνώστη του ιστορικού πλαισίου του συνθέτη προκαλούνται συνειρμοί για την ιδεολογία και το πολιτικό πρόσωπο του προέδρου Ομπάμα.
Στις μέρες μας τα έργα και των δύο συνθετών παρουσιάζονται τακτικά σε όλο τον κόσμο, με το κοινό να δίνει έμφαση όλο και περισσότερο στη μουσική, παρά την πολιτική διάστασή τους. Άλλωστε είναι απαράμιλλη η προσφορά των δύο αυτών ιδιοφυιών στην όπερα. Μια γρήγορη αναδρομική μελέτη του έργου τους όμως, είναι αρκετή για να μας υπενθυμίσει πως η παρακαταθήκη τους αποτελεί εκτός από έναν μουσικό θησαυρό, έναν καθρέφτη των κοινωνικών αλλαγών που έχουν πραγματοποιηθεί τους τελευταίους δύο αιώνες στον πλανήτη μας, ενώ εξακολουθεί να εγείρει προβληματισμούς και συναισθήματα, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα των έργων.
Προτεινόμενη δισκογραφία αναφερόμενων έργων:
Πηγές:
https://web.archive.org/web/20041011214056/http://users.belgacom.net/wagnerlibrary/prose/wagjuda.htm
Comments