"Με κατσαβίδι τρύπησε στη σπλήνα και την καρδιά την 11χρονη ανιψιά του ο καθ' ομολογία δράστης του ειδεχθούς εγκλήματος", εκκινεί το ρεπορτάζ της δημόσιας τηλεόρασης. Παρά το κρεσέντο βίας που παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται στην ελληνική κοινωνία, ανάμεσά μας, απέναντί μας, δίπλα μας, την τελευταία τετραετία, η υπόθεση δεν παύει να σοκάρει μεγάλο μέρος της χώρας. Και ενώ, σε συνδυασμό με προηγούμενα περιστατικά γυναικοκτονιών, παιδικής κακοποίησης, οπαδικής βίας και άλλων ειδεχθών εγκλημάτων, παρέχεται πεδίο δόξης λαμπρό σε κοινωνιολόγους, κοινωνικούς ψυχολόγους και πάσης φύσεως κοινωνικούς επιστήμονες να ερευνήσουν τα αίτια της επιδημίας που ακολούθησε την πανδημία ή και τον πιθανό ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην αποκλιμάκωση του φαινομένου, η δημόσια συζήτηση πήρε διαφορετική τροπή.
Αφότου κάνουν αναφορά στο ξέσπασμα οργής συγγενών και φίλων στον Πύργο Ηλείας, σύσσωμες ενημερωτικές εκπομπές, δελτία ειδήσεων και πάνελ σχολιασμού επιλέγουν να θέσουν στο μικροσκόπιο τη δικαιοσύνη, καθώς ο 35χρονος δολοφόνος και θείος του θύματος, αν και είχε καταδικαστεί για βιασμό ανηλίκου σε ποινή κάθειρξης εννέα ετών, κυκλοφορούσε ελεύθερος με αναστολή. Σε μεγάλο αριθμό εκπομπών η κριτική ξεκινά προς τη νομοθετική εξουσία. Συγκεκριμένα, με αγανάκτηση απέναντι στον νόμο Παρασκευόπουλου και την τότε τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης αναστολής στην περίπτωση άσκησης έφεσης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο καθίσταται ανακριβές, διότι με τον νόμο Παρασκευόπουλου δεν υπήρξε τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 497 παρ. 8 του κώδικα ποινικής δικονομίας αναφορικά με τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση. Βεβαίως, μετά τη συνήθη πλέον, αλλά άστοχη στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιδορία στον τέως Υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Παρασκευόπουλο, δεν παραλείπεται η απόδοση ευσήμων στην τωρινή κυβέρνηση που προχώρησε σε εκτενή αυστηροποίηση του ΠΚ και του ΚΠΔ.
Ας αφήσουμε προς στιγμήν στην άκρη το πόσο προβληματική (επικίνδυνα επικίνδυνη) είναι η ταύτιση της αυστηροποίησης του νόμου με την εφαρμογή της κοινής λογικής και η πλήρης κανονικοποίηση της υπεροχής καταστολής έναντι του σωφρονισμού. Τα πράγματα αποκτούν ενδιαφέρον, όταν οι δημοσιογράφοι και οι παρουσιαστές δεν παρουσιάζουν απλώς τα δεδομένα της απόφασης, ούτε εγείρουν κριτικά ερωτήματα γύρω από την απόφαση, αλλά ως αυτόκλητοι δικαστές των δικαστών, όχι απλώς αμφισβητούν απροκάλυπτα τη δικαστική κρίση, αλλά αναπτύσσουν δική τους, εκπροσωπώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα και στοχοποιώντας δικαστικές συνθέσεις.
Δικαστές στο τηλεοπτικό απόσπασμα
"Πώς μπορεί να ληφθεί μία τέτοια [δικαστική] απόφαση;", διερωτάται ο Γιώργος Κουβαράς στο ΕΡΤ NEWS, που γενικότερα εκπροσωπεί μία συγκρατημένη και συγκροτημένη σχολή άσκησης του επαγγέλματος μακριά από υπερβάλλοντες συναισθηματισμούς. "Ομόφωνη;!", αναφωνεί έπειτα με τόνο έκπληξης και αποδοκιμασίας, ενώ η συνάδελφός του αναφέρεται στο ότι τα "τακτικά μέλη ήταν γυναίκες, και η εισαγγελέας". Ταυτόχρονα, στον υπότιτλο στο κάτω μέρος της οθόνης αναγράφεται "Ελεύθερος ο καταδικασμένος βιαστής έως το εφετείο χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση". "Ούτε καν έφεση;", διερωτάται ο δημοσιογράφος, όταν η συνομιλήτριά του τον ενημερώνει πως η εισαγγελέας δεν προχώρησε στην άσκηση έφεσης, προσθέτοντας ακάθεκτη: "το σκεπτικό ήταν δυόμιση γραμμές" εντός των οποίων αναφέρεται πως ο δράστης δεν ήταν επικίνδυνος να διαπράξει νέα αδικήματα. "Τι να πει κανείς... Απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να λέγονται αυτά τα πράγματα", αποκρίνεται ο κ. Κουβαράς ως προς ό,τι έχει παρουσιαστεί ως σκεπτικό της απόφασης. Τέλος, το ρεπορτάζ κλείνει με αναφορά στην προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα που ανακοίνωσε ότι θα διεξαχθεί η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και στις πιθανές ποινές που δύνανται επιβληθούν στους δικαστικούς λειτουργούς.
Ωστόσο, αφότου έχει παρουσιαστεί ήδη η απόφαση ως παράλογη (framing), η δημοσιογράφος αναφέρει πως πηγές από το περιβάλλον της προέδρου του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου αναφέρουν τις εξής πληροφορίες ως "υπερασπιστική της γραμμή": το θύμα του βιασμού, όταν έλαβε χώρα η δίκη, επρόκειτο να κλείσει τα δεκαεφτά (17) έτη και τόσο η νεαρή κοπέλα όσο και ο πατέρας της δήλωσαν ενώπιον του δικαστηρίου πως δεν επιθυμούν τη συνέχιση της δίωξης σε βάρος του κατηγορουμένου. Από τον τόνο των δημοσιογράφων αλλά και το χρονικό σημείο στο οποίο επιλέχτηκε να τοποθετηθεί η εν λόγω πληροφορία, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την πλειοψηφία των τηλεθεατών να έχουν εγκαταλείψει τη θέση τους και να εκφράζουν την αγανάκτησή τους, μην δίνοντας προσοχή σε αυτήν την ασήμαντη λεπτομέρεια.
Αυτό περιμέναμε για να καταλάβουμε ότι οι δικαστές τα παίρνουν; Λειτουργεί και τίποτα σε αυτήν την χώρα, για να λειτουργήσει η δικαιοσύνη; Ανεξάρτητη δικαιοσύνη και πράσινα άλογα.
Από αμφότερους τους δημοσιογράφους, όμως, διέφυγε ή σκοπίμως παραλήφθηκε το εξής: μέχρι να φτάσει η υπόθεση στο εφετείο, το κορίτσι θα ήταν ενήλικο και με βάση τη στάση του περί τερματισμού της δίωξης ο άνθρωπος αυτός πιθανότατα, μετά τη δευτεροβάθμια εκδίκασή του, δεν θα ήταν απλώς ελεύθερος αλλά και δίχως καταδίκη για βιασμό! Με άλλα λόγια, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που αποτελείται από τρεις δικαστές και τέσσερις ενόρκους, έκρινε με ομοφωνία πως, δεδομένου ότι πληρούνταν μία σειρά άλλων κριτηρίων (οι νόμιμες προϋποθέσεις) για τη χορήγηση αναστολής (π.χ. έλλειψη κινδύνου φυγής από τη χώρα) και με συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους που είχαν επιβληθεί και τηρηθεί ήδη από την ανακριτική διαδικασία, δεν ήταν σκόπιμη η προφυλάκιση, καθώς ο άνθρωπος αυτός θα αποφυλακιζόταν κατά πάσα πιθανότητα μετά την ενηλικίωση της κοπέλας.
Μάλιστα, αν θέλουμε να μπούμε συντόμως στην ουσία της σχετικής διάταξης του ΚΠΔ, ο Κώδικας δεν παραθέτει κριτήρια για τη χορήγηση αναστολής, αλλά για τη μη χορήγησή της σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δηλαδή, το δικαστήριο καλείται να στοιχειοθετήσει τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να χορηγηθεί αναστολή, με την αναστολή να αποτελεί τον κανόνα.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι οι παραπάνω αξιολογικές κρίσεις έγιναν χωρίς πρόσβαση στην πλήρη δικογραφία, όπου περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία της υπόθεσης με βάση τα οποία αποφασίζει η σύνθεση.
Τα παραπάνω έλαβαν χώρα στο μετριοπαθές και μετρημένο περιβάλλον της ΕΡΤ. Σε περίπτωση που ενδιαφέρεται κανείς για τον συνολικό χειρισμό του θέματος από την πανελλήνιας εμβέλειας ιδιωτική τηλεόραση, χαρακτηριστικά παραδείγματα συνιστούν η μεγάλη του Λιάγκα σχολή πρωινάδικων και η πολιτική εκπομπή "ΣΗΜΕΡΑ" του ΣΚΑΙ .
Τη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων υπό τον νέο της Πρόεδρο Χριστόφορο Σεβαστίδη, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Το παράδοξο της κριτικής και κοινό περί δικαίου αίσθημα
Από μικροί μαθαίνουμε, ή θα έπρεπε να μαθαίνουμε, ότι η κριτική, όταν γίνεται καλοπροαίρετα και με τον σωστό τρόπο (feedback), μας κάνει καλύτερους. Γι' αυτό η αξιολόγηση επεκτείνεται πλέον σε κάθε επαγγελματικό τομέα στον δυτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό που έχει ως λάβαρο την αύξηση της αποτελεσματικότητας. Γι' αυτό και σε επίπεδο πολιτικό κρίνεται εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των αντιπολιτευτικών κομμάτων συλλήβδην. Δεν είναι λογικό και επόμενο, λοιπόν, η δικαστική εξουσία να υπακούει στους ίδιους κανόνες; "Είναι οι δικαστές υπεράνω κριτικής;", διερωτώνται ρητορικά ο κ. Λιάγκας και οι κ. Παυλόπουλος και Οικονόμου στις εκπομπές τους.
Προφανώς, η απάντηση είναι όχι. Η δικαστική εξουσία δεν παύει να αποτελεί εξουσία και άρα η πολιτεία οφείλει να προλαμβάνει την όποια κατάχρησή της. Γι' αυτό άλλωστε προβλέπεται ετήσια επιθεώρηση των τακτικών δικαστών από δικαστές ανώτερου βαθμού, καθώς και δυνατότητα πειθαρχικού τους ελέγχου, μία μορφή αξιολόγησης που κατά πολλούς συνιστά την αυστηρότερη εντός του ελληνικού δημοσίου τομέα. Ταυτόχρονα οι αποφάσεις δημοσιεύονται, είναι προσβάσιμες δημοσίως.
Ωστόσο, εντός της κριτικής απέναντι στη δικαιοσύνη από Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ελλοχεύουν δύο μεγάλοι κίνδυνοι. Το πρόβλημα ξεκινά, όταν ο δημοσιογράφος περνά από τη σφαίρα της κριτικής προσέγγισης στην απροκάλυπτη αμφισβήτηση της δικαστικής κρίσης. Ένα ενδεχόμενο συνιστά να αντιπαραθέσει τη δική του κρίση, ειδικευμένων συναδέλφων του ή και άλλων ειδικών χρησιμοποιώντας την επίκληση στη λογική ως επιχειρηματολογικό όπλο. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, ως αντίβαρο στη δικαστική κρίση τίθεται η κρίση του κοινού, των πολιτών, το κοινό περί δικαίου αίσθημα (επίκληση στο συναίσθημα). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η αμφισβήτηση της δικαστικής κρίσης είτε σε επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης και τεκμηρίωσης, είτε ηθικής ή ενσυναίσθησης, οδηγεί στην έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς το δικαστικό σύστημα.
Τα απότοκα του ελλείμματος εμπιστοσύνης προς τη δικαιοσύνη ως θεσμό ποικίλλουν. Καταρχάς, ο πολίτης θα διστάσει να μπλέξει με δικαστήρια επιχειρώντας να λύσει εξωδικαστικά τα όποια προβλήματά του. Με τον τρόπο αυτό, από τη μία, τα θύματα των σχέσεων άνισης ισχύος εντός του κοινωνικού συνόλου θα αφήσουν τους δυνάστες τους να τους καταδυναστεύουν διαιωνίζοντας σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης: από έναν εργαζόμενο του οποίου τα δικαιώματα παραβιάζονται καθημερινά, μέχρι μία γυναίκα που υφίσταται ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Από την άλλη, οι πολίτες εξωθούνται στο να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους (αυτοδικία) ως μοναδική διαφυγή από την κατάσταση αδικίας που βιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος παρακάμπτεται είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μία από τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες του νόμου, ιδεατά, είναι η προστασία του αδύναμου έναντι του δυνατού και απουσία νόμου ή μη εφαρμογή του ισοδυναμεί με την επικράτηση του δίκαιου του ισχυρού, γνωστού και ως νόμου της ζούγκλας.
Ο συνδυασμός δημοσιογραφικής ρητορικής αμφισβήτησης της δικαιοσύνης και ελλείματος εμπιστοσύνης προς τον θεσμό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: όσο συχνότερη και εντονότερη η αμφισβήτηση, τόσο μεγαλύτερη η απογοήτευση και η αγανάκτηση των πολιτών, τόσο εντονότερες οι αντιδράσεις και αιχμηρές οι δηλώσεις, άρα τόσο πιο στοχευμένη η δημοσιογραφική κάλυψη και συγκεκριμένη η πλαισίωσή της. Έτσι, κατασκευάζεται το στερεότυπο μίας διεφθαρμένης και μη επαρκώς καταρτισμένης δικαιοσύνης, ενώ το μέχρι σήμερα κοινωνικό κύρος του λειτουργήματος δύναται όχι απλώς να αφαιρεθεί, αλλά να αντιστραφεί, όπως συνέβη με τα λειτουργήματα του πολιτικού και του δημοσιογράφου τις προηγούμενες δεκαετίες.
Θα είναι ωφέλιμο για την κοινωνία μας να συμβεί πραγματικά κάτι τέτοιο; Να αισθάνονται οι δικαστές, όπως (θα έπρεπε) να αισθάνονται οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, ότι βρίσκονται κάτω από το ακούραστο βλέμμα του λαού και κρίνονται από αυτόν; Όχι φυσικά! Διότι με τον τρόπο αυτό οι δικαστές θα εξωθούνταν στην ικανοποίηση του κοινωνικού συνόλου και του κοινού περί δικαίου αισθήματός του, το οποίο απέχει από τον ίδιο τον νόμο. Σε αντίθεση με τον πολιτικό, που είναι υποχρεωμένος από την ίδια τη φύση και τις δημοκρατικές επιταγές του λειτουργήματός του να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες του κοινού του και του οποίου η εκτελεστική του δύναμη παρέχεται, ανανεώνεται και κρίνεται άμεσα από το εκλογικό σώμα, η δικαιοσύνη ιδεατά οφείλει στην ίδια την κοινωνία να μην επηρεάζεται από πλειοψηφικές ή μειοψηφικές απόψεις, να είναι τυφλή και υποτάσσεται μονάχα στον Νόμο και το Σύνταγμα. Ακόμη και αν ο τελευταίος δεν είναι κοινωνικά αρεστός.
Είναι θεμιτό το χάσμα μεταξύ νόμου και κοινού περί δικαίου αισθήματος; Ο όρος "θεμιτό", ίσως και να συνιστά πολύ μετριοπαθή έκφραση. Από τις δίκες μαγισσών στο Σάλεμ του 17ου αιώνα, μέχρι την υπόθεση της Αμάντα Νοξ, από την καταδίκη του καπετάνιου Άλφρεντ Ντρέιφους για προδοσία στη νεωτερική και αντισημιτική Γαλλία του μακρού 19ου αιώνα, μέχρι αυτήν των Τεσσάρων του Γκίλφορντ από το βρετανικό δικαστήριο στα πλαίσια της αγγλο-ιρλανδικής σύγκρουσης, η ιστορία ξεχειλίζει από παραδείγματα κολοσσιαίων δικαστικών πλανών που αφέθηκαν έρμαια στην επιρροή της κοινής γνώμης της εποχής.
Πέρα από παραπλανητικό, το κοινό περί δικαίου αίσθημα δύναται, επιπροσθέτως, να αποβεί αιμοβόρο. Η συναισθηματική φόρτιση σε προσωπικό επίπεδο δεν είναι θεμιτό να επηρεάζει την τελική απόφαση, παρόλο που και οι δικαστές παραμένουν άνθρωποι. Ειδάλλως θα καταλήξουμε με γκιλοτίνες στις πλατείες! Φανταστείτε τη δεκαετία της κρίσης να επικρατούσε το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή ο νόμος της ζούγκλας! Όλοι αυτοί οι συστημικοί δημοσιογράφοι που σήμερα κουνάνε το δάχτυλο στη δικαιοσύνη, πριν από μερικά χρόνια, μέσα στον αρμαγεδδώνα της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης που πέρασε η χώρα, αντιδρούσαν το ίδιο μανιασμένα απέναντι σε οποιονδήποτε άφηνε κάποια σκιά γύρω από την αξιοπιστία του θεσμού. Γιατί; Διότι αντιμετώπιζαν την οργή της κοινωνίας για τις σχέσεις διαπλοκής με τον πολιτικό χώρο και για το ξέπλυμα των μνημονίων και των μνημονιακών κυβερνήσεων, και η δικαιοσύνη ήταν το τελευταίο τους αποκούμπι.
Αντίστοιχα, παρατηρείται σε πολιτικά πρόσωπα η κατά το δοκούν ένδειξη εμπιστοσύνης και οι ρητορικές κωλοτούμπες. Διότι όταν μία απόφαση μας αρέσει, η δικαιοσύνη είναι αμερόληπτη και ανεξάρτητη και όσοι το αμφισβητούν αποτελούν κίνδυνο για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και χαρακτηρίζονται ως γραφικοί. Όταν, όμως, η δικαστική κρίση αποφαίνεται εναντίον μας γινόμαστε θύματα αυτού του σάπιου συστήματος που τρέφεται από τα χρήματα των φορολογουμένων ή όπως θα το έθετε ένας πολιτικός: απαιτούνται βαθιές μεταρρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες και συστημικές παθογένειες του θεσμού της δικαιοσύνης, αλλά εμείς έχουμε το πολιτικό θάρρος, βούληση και την ικανότητα να τα αντιμετωπίσουμε. Σε αυτά τα πολιτικά πρόσωπα ίσως και να μην καθίσταται περιττή μία σύντομη υπενθύμιση του Συντάγματος περί Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και Διάκρισης των Εξουσιών.
Ταπεινή φοιτητική απορία
Από τη θέση του φοιτητή Δημοσιογραφίας και του ευρύτερου κλάδου της Επικοινωνίας, αλλά και του νεαρού πολίτη, μπορώ να καταλάβω την ανάγκη για τηλεθέαση και οικοδόμηση εμπιστοσύνης με το ακροατήριο. Καταλαβαίνω ότι οι επιταγές των εργοδοτών σας στους πανελλήνιας εμβέλειας ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, σας έχουν οδηγήσει σε συστημικότητα τέτοιου βαθμού που η σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες έχει μετατραπεί σε όνειρο θερινής νυκτός. Ότι ψάχνετε θέματα λιγότερο ιδεολογικά φορτισμένα που με απλουστευτικές προσεγγίσεις μπορείτε να καταστήσετε σημείο ψευδο-επαφής με την κοινωνία και να ισχυριστείτε πως εκφράζετε τη σκέψη του μέσου πολίτη.
Με το να υποσκάπτετε, όμως, συνειδητά την ήδη ελλειμματική κοινωνική εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και να καλλιεργείτε επαγγελματικά κόμπλεξ, συνεχίζετε να παραμένετε θερμοκήπια κοινωνικών παθογενειών και να επιβεβαιώνετε τα στερεότυπα για τον δικό μας κλάδο. Αυτόν τον ρόλο επιλέξατε στα Τέμπη, στις υποκλοπές, στην Πύλο, στις εκλογικές διαδικασίες των τελευταίων δύο χρόνων και συνεχίζετε ακάθεκτοι. Αναρωτιέμαι μόνο, όταν θα βρεθείτε οι ίδιοι αντιμέτωποι με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, πού θα καταφύγετε;
댓글