Όλα τα μεγάλα, άξια συζήτησης, ζητήματα καθίστανται συνήθως περίπλοκα. Δεν μας είναι, δηλαδή, εύκολο να θέσουμε σε σειρά τις σκέψεις μας για αυτά, να τις αφήσουμε να ξετυλιχθούν αβίαστα. Όπως ο μίτος της Αριάδνης στα χέρια του Θησέα, καθώς προχωρούσε όλο και βαθύτερα στον μινωικό λαβύρινθο. Η δυσκολία έγκειται στην εύρεση της άκρης του κουβαριού που θα δέσουμε στην αρχή του λαβύρινθου, ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε, στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση που κατορθώσουμε να νικήσουμε τον μινώταυρο που μας περιμένει στο κέντρο του. Ειδάλλως η όποια ηρωική προσπάθεια θα αποβεί χαμένη, διότι θα χαθούμε διά βίου στους διαδρόμους που σχεδίασε με μαεστρία ο Δαίδαλος.
Έτσι, παρόλο που εβδομάδες με τριβέλιζε η “κουλτούρα του εφήμερου”, δυσκολευόμουν να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά, σαν ένας Θησέας που αδυνατεί να εντοπίσει την άκρη του μίτου, ή να συλλάβει την ιδέα του μίτου εξολοκλήρου. Τον ρόλο της Αριάδνης στο παρόν άρθρο διαδραμάτισε μία οσκαρική κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας του 1970, που ακούει στον τίτλο “One flew over the cuckoo’s nest” (που κυκλοφόρησε ελληνιστί “Στη Φωλιά του Κούκου”). Αν, λοιπόν, δεν σας έχω ήδη εξουθενώσει, θα ήταν χαρά και τιμή μου να ξετυλίξουμε παρέα το κουβάρι εντός του αρχιτεκτονικού οικοδομήματος της εφήμερης κουλτούρας (υπόσχομαι με λιγότερες αλληγορίες).
Στη Φωλιά του Κούκου
Η ταινία παρουσιάζει την πορεία ενός κατάδικου που ακούει στο όνομα Ράνταλ Πάτρικ Μακ Μέρφυ (Τζακ Νίκολσον), ο οποίος παριστάνει τον τρελό, προκειμένου να εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική. Διαπνεόμενος από ένα επαναστατικό, αντισυμβατικό πνεύμα, θα διαταράξει τις ισορροπίες εντός του ιδρύματος, φέρνοντας σε επαφή με καινούργιες δραστηριότητες και τρόπους σκέψης δώδεκα ασθενείς, με τους οποίους χτίζει σταδιακά όλο και βαθύτερους συναισθηματικούς δεσμούς. Οι ασθενείς, που έμοιαζαν να βρίσκονται σε ψυχικό τέλμα, εξελίσσονται, με την παρουσία του να αποτελεί έμπνευση.
Κύριο αντιθετικό δίπολο στην ταινία αποτελεί η ελευθερία ενάντια στην εξουσία, ή -κατά μία άλλη ανάγνωση- η αναρχία και η αυθαιρεσία εναντίον της τάξης, του προγραμματισμού και της σταθερότητας. Την εξουσία/τάξη ενσαρκώνει η, σε υπερβολικό βαθμό αυστηρή, νοσοκόμα Ρατσντ (Λουίζ Φλέτσερ).
Ο Μακ Μέρφυ διαπιστώνει πως η κλινική διατηρεί τους ασθενείς σε μία σταθερή, ήρεμη κατάσταση, βάζοντάς τους να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο, ανιαρό πρόγραμμα. Επιχειρεί, έτσι, να αξιοποιήσει τις ελεύθερες ώρες του προγράμματος, ώστε να διασκεδάσει τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι ασθενείς. Προσπαθεί να τους μάθει μπάσκετ στον προαύλιο χώρο, εισάγει το στοιχείο του τζόγου στα παιχνίδια τράπουλας που έπαιζαν, ποντάροντας τσιγάρα, ενώ διεκδικεί το δικαίωμα να παρακολουθήσουν το παγκόσμιο πρωτάθλημα μπέιζμπολ που διεκπεραιώνεται τις μέρες εκείνες.
Ωστόσο, την εκπλήρωση ορισμένων δραστηριοτήτων αντιστρατεύεται η επικεφαλής νοσοκόμα, εμποδίζοντας την τέλεσή τους [1]. Η κατανόηση εκ μέρους του Μακ Μέρφυ ότι δεν μπορεί να επιφέρει αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος τον οδηγεί σε μία σειρά καταπάτησης των κανόνων, όπου παρασύρει και τους δώδεκα φίλους του. Δραπετεύουν και πηγαίνουν για ψάρεμα, γεγονός που τους φέρνει σε επαφή με γυναίκες, αλκοόλ και δυνατή μουσική, συνθήκες στις οποίες οι ασθενείς διαφαίνονται πολύ περισσότερο ως κανονικοί άνθρωποι παρά ως ψυχασθενείς. Σε απάντηση της παράβασης των κανόνων έρχεται το ηλεκτροσόκ από τους υπεύθυνους της κλινικής[2].
Σίγουρα δεν είναι δυνατόν και δεν αποτελεί στόχο του κειμένου να συμπεριλάβει κάθε συμβολισμό και λεπτομέρεια της ταινίας, κάτι το οποίο θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό δοκίμιο. Έχοντας όμως μία γενική, συνοπτική εικόνα της ιστορίας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο Μακ Μέρφυ, στο πλαίσιο της δραστηριοποίησης των αποχαυνωμένων ασθενών, επιστρατεύει δραστηριότητες που είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στις τέσσερις ακόλουθες κατηγορίες: τζόγος, αθλητισμός (παρακολούθηση και συμμετοχή), έντονες κοινωνικές και σεξουαλικές εμπειρίες και επιθυμία απόκτησης υλικών αγαθών (που ενεργοποιήθηκε με τον τζόγο, όταν ο καθένας ήθελε τα δικά του τσιγάρα, που αποτελούσαν τη χρηματική μονάδα των παιχνιδιών). Ο σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να συμπυκνώσει καλύτερα τη σημερινή δυτική κουλτούρα ψυχαγωγίας.
Όσα αποτέλεσαν για τον Κεν Κεσέυ (συγγραφέα του ομώνυμου μυθιστορήματος της δεκαετίας του ’60 όπου βασίστηκε η ταινία) αντισυστημικές δραστηριότητες, μέρος της αφύπνισης του ανθρώπου εναντίον των επιβεβλημένων συντηρητικών κανόνων, αποτελούν στον 21ο αιώνα την ψυχαγωγία ενός σαββατόβραδου για έναν ευκατάστατο εικοσάχρονο. Παρόλα αυτά, δεν έλαβε χώρα, στα εξήντα χρόνια που μεσολάβησαν, κάποια κοσμοϊστορική επαναστατική αλλαγή. Παρότι ο παγκόσμιος πλούτος φτάνει, ώστε να ζήσει αξιοπρεπώς κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη Γη, άνθρωποι πεθαίνουν σε άθλιες συνθήκες, δεν έχουν στέγη, φαγητό ή / και πρόσβαση σε επαρκή υγειονομική περίθαλψη, όταν άλλοι έχουν στοιβαγμένα δισεκατομμύρια σε τραπεζικούς λογαριασμούς να πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Η κουλτούρα των εφήμερων απολαύσεων που κρινόταν απελευθερωτική τη δεκαετία του ’60, ως μοχλός του ξεσηκωμού κατά της κακώς διαχειριζόμενης εξουσίας και υπέρ του δικαιωματισμού, θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι, όχι απλώς δεν πολεμάται από το σύστημα, αλλά προωθείται σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό και μάλιστα σε πληθώρα εκφάνσεων του ανθρώπινου βίου.
[1] Για τους περαιτέρω ενδιαφερόμενους: Συγκεκριμένα, η εκπλήρωση της τελευταίας εκ των δραστηριοτήτων απαιτεί καταστρατήγηση του προγράμματος, κάτι που δεν βρίσκει σύμφωνη την επικεφαλής νοσοκόμα. Αυτή δέχεται εντέλει να αποφασισθεί η εκτροπή του προγράμματος με ψηφοφορία, στην οποία όμως μόνο ένας παίρνει τη θέση του Μακ Μέρφυ, καθώς οι άλλοι δείχνουν είτε να φοβούνται τη νοσοκόμα που διαφωνεί, είτε να θεωρούν ανεδαφικό το να περάσει κάτι κόντρα στη θέλησή της. Ο τελευταίος όμως δεν το βάζει κάτω και προκαλεί τους υπόλοιπους ασθενείς να στοιχηματίσουν πως δεν μπορεί να ξεριζώσει μία ολόκληρη βρύση και με αυτήν να σπάσει τον τοίχο και να τους βγάλει όλους έξω. Προφανώς χάνει το στοίχημα, αφότου όμως έχει προσπαθήσει μπροστά στους άλλους να καταφέρει το ακατόρθωτο, φεύγοντας με τη φράση “τουλάχιστον προσπάθησα”, δείχνοντάς τους τον εκνευρισμό του για το ότι δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον στην ψηφοφορία. Έτσι, ξαναγίνεται ψηφοφορία την επόμενη μέρα για την εκτροπή του προγράμματος με σκοπό την παρακολούθηση αθλητικού αγώνα, με εννέα στους δώδεκα ασθενείς που συμμετείχαν στη συνεδρία να ψηφίζουν υπέρ του Μακ Μέρφυ. Η νοσοκόμα, ωστόσο, θεωρεί πως πρέπει να ψηφίσει υπέρ η πλειοψηφία του συνόλου των ασθενών στην πτέρυγα, που είναι δεκαοχτώ, και όχι μόνο όσοι συμμετέχουν στις συνεδρίες.
Δυστυχώς για τον Μακ Μέρφυ οι υπόλοιποι ασθενείς αποτελούν υπέργηρους, ταλαιπωρημένους, αδρανείς ανθρώπους, οι οποίοι είτε αδυνατούν να σηκώσουν το χέρι τους, είτε αδιαφορούν πλήρως, είτε απλώς δεν θέλουν να διαταραχτεί η καθημερινότητά τους. Όταν, μάλιστα, βρίσκεται ένας που θεωρούταν κωφάλαλος να σηκώσει το χέρι του, να ψηφίσει δηλαδή υπέρ της προβολής του αγώνα, η νοσοκόμα έχει ήδη λήξει τη συνεδρία θεωρώντας την επιπλέον ψήφο άκυρη. Η παρούσα σκηνή είναι δυνατόν να θεωρηθεί λίβελος του σκηνοθέτη προς τη σημερινή δημοκρατία και συγκεκριμένα το εκλογικό σύστημα. Η πρώτη ψηφοφορία συμβολίζει την αδράνεια, την έλλειψη πίστης των ψηφοφόρων πως κάτι μπορεί να αλλάξει, ή ακόμη και την έλλειψη ενημέρωσης, από τις οποίες απορρέει και η έλλειψη θέλησης. Η δεύτερη καθρεφτίζει το γερασμένο εκλογικό σώμα πολλών χωρών που αδυνατεί να κατανοήσει τα ζητήματα της νέας γενιάς ή δεν θέλει να διαταράξει την υπάρχουσα κατάσταση στην οποία έχει βολευτεί. Τέλος, η τρίτη άρνηση της νοσοκόμας φανερώνει την αντίληψη του σκηνοθέτη πως, ακόμη και αν ο λαός ξυπνήσει, εντέλει η εξουσία δεν θα επιτρέψει την ουσιαστική αλλαγή. [2] Spoiler Alert: Σύντομα ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ότι δεν βρίσκεται στο θέρετρο που περίμενε να εκτίσει τους τελευταίους μήνες της ποινής του και δοκιμάζει να δραπετεύσει. Αν και έχει πολλές ευκαιρίες, τις θυσιάζει προς όφελος των δώδεκα ασθενών φίλων του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί ως ο κύριος υπεύθυνος και να λοβοτομηθεί. Εμπνεόμενος από το παράδειγμά του, ένας από τους δώδεκα ασθενείς καταφέρνει να ξεριζώσει τη βάση της βρύσης που δεν είχε καταφέρει ο αρχηγός του, και σπάει το παράθυρο από όπου και δραπετεύει.
Καταναλωτισμός- fast fashion
Δεν είναι κρυφό πως η τάση του ανθρώπου να αγοράζει στον δυτικό κόσμο έχει εκρηκτικά ανοδική πορεία κατά τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά και το πέρας του Β’ Π.Π. έως και σήμερα. Βεβαίως, ο καταναλωτισμός ως κατανάλωση αγαθών πέρα από τις βασικές ανάγκες εντοπίζεται και σε αρχαίους πολιτισμούς, όπως η αρχαία Αίγυπτος, η Αρχαία Ρώμη κ.λπ. Ο φιλελευθερισμός, όμως, και η παγκοσμιοποίηση του έδωσαν μία νέα, πολύ ισχυρότερη δυναμική.
Η εφήμερη τάση του καταναλωτισμού είναι εγγενής, ενυπάρχει στην έννοια της κατανάλωσης. Αν αγοράζαμε μόνο προϊόντα και υπηρεσίες που μας πρόσφεραν ευχαρίστηση ή κάποια άλλη χρησιμότητα, μας κάλυπταν με άλλα λόγια, σε βάθος χρόνου, τότε δεν θα αισθανόμασταν την ανάγκη να αγοράσουμε μια καινούργια μπλούζα ή μία νέα θήκη κινητού.
Θα αναρωτηθεί κανείς: είναι δυνατόν η πλειοψηφία του δυτικού «προοδευτικού» κόσμου να εναποθέτει τα χρήματά του σε προϊόντα που θα του χρησιμεύσουν μονάχα βραχυπρόθεσμα, και άρα προκαταβάλλουν την αγορά νέων;
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η σημασία της διαφήμισης. Όταν αγοράζουμε νέα ρούχα, δεν τα αγοράζουμε απλώς, για να φοράμε κάτι, ούτε αγοράζουμε ένα ακριβό αμάξι, για να νιώθουμε πιο ασφαλείς, ούτε «τριβόμαστε» όλη μέρα με καλλυντικά, για να είμαστε πιο υγιείς. Ή τουλάχιστον δεν είναι αυτός ο πρωταρχικός λόγος. Οι διαφημίσεις αμαξιών συνδέουν ως επί το πλείστον την κατοχή του αυτοκινήτου με την επαγγελματική επιτυχία και ολοκλήρωση, το λεγόμενο status. Δεν απεικονίζουν έναν απλό άνθρωπο να το οδηγεί, αλλά συνήθως κουστουμαρισμένο, μέσης ηλικίας, με μια αύρα επιτυχίας. Αντίστοιχα στις διαφημίσεις καλλυντικών ή ρούχων αυτός που τα χρησιμοποιεί/φοράει φαίνεται να προκαλεί θετικά αισθήματα στους γύρω του, να γίνεται αποδεκτός και επιθυμητός. Συνεπώς, δεν αγοράζουμε τα προϊόντα για αυτά καθαυτά, αλλά για τις ανάγκες που υπόσχονται εμμέσως ότι θα ικανοποιήσουν (επαγγελματική επιτυχία, κοινωνική αποδοχή). Φυσικά, λίγες ώρες ή μέρες αφότου πραγματοποιήσουμε την αγορά και οι προσδοκίες μας παραμένουν ανικανοποίητες, αναζητούμε το επόμενο προϊόν που θα μας προσφέρει το ίδιο εφήμερο αίσθημα.
Πέρα όμως από το εφήμερο που ενυπάρχει στον καταναλωτισμό, ο τελευταίος καθιστά εφήμερα και πράγματα που προορίζονταν να διαρκέσουν πολύ περισσότερο, όπως ανθρώπινες ζωές ή τον πλανήτη Γη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σκοτεινής πλευράς του καταναλωτισμού, η οποία δεν είναι τόσο γνωστή όσο τα brands και οι εταιρίες που την καθιστούν πραγματικότητα, είναι η βιομηχανία των ρούχων και συγκεκριμένα το μοντέλο του fast fashion.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το 95% των ρούχων που φορούσαν οι πολίτες των ΗΠΑ παράγονταν εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα το 97% του συνόλου αυτού παράγεται σε άλλες ηπείρους. Οι μεγάλες εταιρίες ανακάλυψαν περιοχές όπου οι άνθρωποι είχαν επισιτιστικά και άλλα βασικά ζητήματα επιβίωσης, και άρα οι μισθοί τους θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά χαμηλοί. Καλύτερα το 1 δολάριο τον μήνα από το τίποτα για έναν κάτοικο του Μπαγκλαντές, ε; Αυτή ήταν και παραμένει η λογική των μεγάλων εταιριών ενδυμάτων, που με αυτόν τον τρόπο πετύχαιναν τιμές ανήκουστες μέχρι τότε, στοχεύοντας στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα.
Ίσως, αν το 1 δολάριο όντως εξασφάλιζε στον κάτοικο του Μπαγκλαντές μία έστω ελάχιστα καλύτερη ζωή, να μην υπήρχε ηθικό ζήτημα. Δυστυχώς όμως, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι εταιρίες συνεργάζονται με ντόπιους επιχειρηματίες του τρίτου κόσμου οι οποίοι αναλαμβάνουν να στήσουν εργοστάσια παραγωγής ρούχων. Η εταιρία συνεργάζεται με το εργοστάσιο που παράγει πιο φτηνά. Έτσι, προκειμένου να πάρουν τη δουλειά και αντίστοιχα να προσφέρουν εργασία σε πολλούς ακόμη, οι επιχειρηματίες των χωρών αυτών μειώνουν τα λειτουργικά έξοδα, τα οποία δεν περιλαμβάνουν μόνο μισθούς και εργασιακά δικαιώματα, αλλά και τη συντήρηση κτηρίου και άλλες δικλείδες ασφαλείας. Το αποτέλεσμα;
Το εργοστάσιο Ράνα Πλάζα στην Ντάκα καταρρέει με πάνω από χίλιους (1000) νεκρούς, ενώ πυρκαγιά στο ίδιο εργοστάσιο μερικές εβδομάδες πριν είχε άνω των εκατό (100) θυμάτων. Τετρακόσιοι (400) νεκροί σε παρόμοιο περιστατικό στο Μπαγκλαντές και άλλοι εβδομήντα (70) στην Ντάκα, ενώ σε εργοστάσιο που διαμαρτυρήθηκαν τους κλείδωσαν εντός και τους έδειραν με χέρια, καρέκλες, γκλομπ και ό,τι άλλο βρήκαν. Και αυτά αποτελούν μόνο μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις που έλαβαν λίγο περισσότερη δημοσιότητα, την ώρα που η βιομηχανία έχει ετήσια κέρδη που ξεπερνούν τα τρία τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και οι εταιρίες δεν φέρουν νομική ευθύνη, καθώς «πρόκειται για συνεργασία με τρίτα φυσικά πρόσωπα».
Αυτό πρόκειται βεβαίως για ένα μόνο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Διότι ένα άλλο αποτελούν οι φυτείες βάμβακος από όπου προκύπτει η κλωστή, για να μπορούν να παράγουν ρούχα τα εργοστάσια στην Ντάκα και το Μπαγκλαντές. Η πλειοψηφία των φυτειών αυτών βρίσκεται στην Ινδία. Τι κατόρθωσαν λοιπόν εκεί οι επιχειρηματίες-σωτήρες της Δύσης;
Ενώ είχαν ξεκινήσει με ψεκασμούς για ταχύτερη παραγωγή, αυξάνοντας έτσι τα περιστατικά καρκίνου και τους θανάτους παιδιών στην περιοχή, κάτι που έχει γίνει αποδεκτό ως πραγματικότητα από τους κατοίκους, δεν έμειναν εκεί. Τροποποίησαν γενετικά τον σπόρο των φυτειών, ονομάζοντάς τον βαμβάκι BT και κατοχυρώνοντας τα πνευματικά του δικαιώματα (με άλλα λόγια το γονιδίωμα του σπόρου τούς ανήκει).
Στη συνέχεια μετέτρεψαν σταδιακά, αθόρυβα τις φυτείες από απλές σε γονιδιακά τροποποιημένες, υποσχόμενοι στους αγρότες πως έτσι θα είναι πιο αποτελεσματικοί και άρα θα έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Κατά αυτόν τον τρόπο, όμως, οι αγρότες έπρεπε να πληρώνουν τις εταιρίες, ώστε να έχουν το δικαίωμα να φυτέψουν τον σπόρο βαμβακιού BT με σκοπό να παράγουν για τις ίδιες τις εταιρίες. Επιπλέον, έπρεπε να αγοράζουν και όλα τα λιπάσματα και εντομοκτόνα που εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα του νέου σπόρου. Μα πού βρήκαν τόσα λεφτά οι Ινδοί αγρότες; Τα δανείστηκαν από τις ίδιες εταιρίες, τις οποίες πλήρωναν, ουσιαστικά, για να προσφέρουν την εργασία τους! Πρόκειται για τον ορισμό της παγίδας χρέους!
Θα ακούσει κανείς κάποιον εκπρόσωπο των εταιριών αυτών να ισχυρίζεται ότι είναι ελεύθεροι άνθρωποι και επιλέγουν να συνεργάζονται με την εκάστοτε εταιρία. Αντί να μπω στη διαδικασία να επιχειρηματολογήσω περί ανηθικότητας των εταιριών θα παραθέσω απλώς ένα ακόμη στατιστικό στοιχείο: 250.000 αυτοκτονίες αγροτών στην Ινδία ετησίως είχαν υπολογιστεί το 2015.
Ας πιάσουμε όμως ξανά τον μίτο, από τη σχέση καταναλωτισμού-καταναλωτή. Στους αρχαίους πολιτισμούς τα επιπλέον αυτά αγαθά θεωρούνταν πολυτελείας και χρησιμοποιούνταν από την εκάστοτε ελίτ-αριστοκρατία. Σήμερα, ακόμη και χαμηλότερα οικονομικά στρώματα θα σπεύσουν στα καταστήματα την Black Friday ή άλλες περιόδους εκπτώσεων. Καθίσταται αυτή μία θετική εξέλιξη; Είναι δείγμα της άμβλυνσης των ανισοτήτων, πως μεσαία και χαμηλότερα στρώματα έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν προϊόντα πέραν των απαραίτητων για την επιβίωσή τους;
Η απάντηση είναι προφανώς, όχι. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως ο λαός, στο σύνολο του, ζει καλύτερα από ό,τι ζούσε στην Αρχαία Αίγυπτο ή Ρώμη. Δεν αποτελεί, όμως, κάποιο κατόρθωμα, καθώς ο παγκόσμιος πλούτος μεγεθύνθηκε τρομακτικά από τότε, και έχει παγκοσμιοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι, αν στην Αρχαία Αίγυπτο είχαν θέματα λειψυδρίας λόγω ξηρασίας του Νείλου, η αφύπνιση της διεθνούς κοινότητας και η αποστολή τόνων νερού με αέρια και χερσαία μέσα είναι το λιγότερο εφικτές. Και όπως επισημάναμε πριν, παραμένουν εκατομμύρια άνθρωποι που στερούνται τα απαραίτητα, όπως νερό, τροφή και στέγη, ενώ υπάρχουν αρκετά αγαθά στο κόσμο, ώστε όλοι να ζούμε αξιοπρεπώς.
Η κατάσταση έχει ως εξής: οι ταξικές διαφορές δεν αμβλύνθηκαν, απλώς τα αγαθά πολυτελείας είναι διαφορετικά από αυτά χιλίων, πεντακοσίων ή ακόμη και εκατό χρόνων πριν. Όσο πέφτουν οι τιμές των ρούχων, ανεβαίνουν αυτές των σπουδών, των ακινήτων και της ασφάλισης (χρονική και όχι αιτιακή σχέση). Μάλιστα, θα ήταν σε θέση να ισχυριστεί κανείς ότι μορφές καταναλωτισμού όπως το fast fashion μάς βοηθούν να συμβιβαστούμε ευκολότερα στο υπάρχον σύστημα, στη σημερινή πραγματικότητα.
Ψηφιακός κόσμος-Social Media
Να εξηγηθούμε, για να μην παρεξηγηθούμε: η δημιουργία του ψηφιακού κόσμου είναι πιθανόν σε μερικές δεκαετίες ή αιώνες να θεωρηθεί ισάξια της ανακάλυψης του τροχού. Η υπολογιστική δύναμη, η παγκόσμια διασύνδεση, ο χώρος αποθήκευσης πληροφοριών, κατέστησαν δυνατές αμέτρητες καινοτομίες σε αμέτρητους τομείς. Διατηρήθηκαν σχέσεις μέσω της εξ αποστάσεως επικοινωνίας, οργανώθηκαν συστήματα δωρητών οργάνων ή αίματος, επιτεύχθηκε συνεργασία μεταξύ των εθνικών ιατρικών κοινοτήτων, χωρίς την οποία ενδεχομένως να μην είχαμε ακόμη εμβόλιο για τον covid-19. Χάρη στον ψηφιακό κόσμο η γνώση, που στο παρελθόν αποτέλεσε βασικό παράγοντα διάκρισης της άρχουσας τάξης, είναι διαθέσιμη στον οποιονδήποτε. Ακόμη και πολλές από τις πλατφόρμες διασκέδασης (video games) προσφέρουν μία νέα έντονη κοινωνική εμπειρία, καθώς η πλειοψηφία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών σήμερα παίζονται συνεργατικά online. Εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι με τη διάχυση αυτής της τεχνολογίας στις μάζες, η ζωή των μαζών θα έχαιρε ριζικών βελτιώσεων.
Πράγματι, οι διευκολύνσεις στη ζωή του μέσου ανθρώπου του δυτικού κόσμου είναι εντυπωσιακές. Δεν επιθυμούμε, λοιπόν, σε καμία περίπτωση να στήσουμε λίβελο απέναντι στον ψηφιακό κόσμο συλλήβδην, ούτε απέναντι στην ψυχαγωγία που προσφέρει, η οποία γίνεται συχνά αντικείμενο κριτικής των προγενέστερων γενεών. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε παιχνίδια όπως το fifa εφήμερα, καθώς δεν καλλιεργούν κάποια ιδιαίτερη ικανότητα και η ικανοποίηση που προσφέρουν είναι αποκλειστικά βραχυπρόθεσμη. Το ίδιο όμως μπορούμε να ισχυριστούμε και για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ή μία ταινία δράσης. Ορισμένες φορές, με μέτρο πάντα, χρειάζονται και αυτά, δεν είναι δυνατόν καθετί που κάνουμε να έχει κάποιον απώτερο σκοπό. Αντ’ αυτού θα εστιάσουμε σε χώρους του ψηφιακού στερεώματος που η εφήμερη φύση τους έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στις μάζες και στην κοινωνία ως σύνολο.
Ας ξεκινήσουμε με μία απλή παράθεση γεγονότων. Σύμφωνα με έρευνα του 2019 από την Common Sense Media, έφηβοι 13-18 χρόνων περνούν εννέα (9) ώρες από τον ελεύθερο τους χρόνο σε ψηφιακά μέσα διασκέδασης, και παιδιά 8-12 ετών έξι (6) ώρες. Μάλιστα η έρευνα έδειξε ότι πάνω από το 50% των εφήβων κάνουν χρήση κάποιου είδους ψηφιακής υπηρεσίας, ενώ μελετούν. Επίσης, ο μέσος χρήστης social media το 2021 αφιέρωνε 145 λεπτά ημερησίως. Κάθε επιχειρηματίας που προσφέρει ένα προϊόν ή μία υπηρεσία κάνει τα πάντα, ώστε το αγαθό που προσφέρει να είναι όσο το δυνατόν πιο ελκυστικό στον καταναλωτή. Εξαίρεση δεν αποτελούν ούτε οι δημιουργοί του fifa, ούτε αυτοί του instagram. Ωστόσο, τα αγαθά που προσφέρει ένα βιντεοπαιχνίδι, διαφέρουν από αυτά μιας πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης. Γιατί; Για τον πολύ απλό λόγο του ότι η τελευταία απευθύνεται σε διαφορετικό κοινό. Σε αντίθεση με το fifa 23 που επιχειρεί να πείσει τον καταναλωτή να το αγοράσει, το Facebook και το instagram απευθύνονται πέρα από τους χρήστες τους και σε διαφημιστές, οι οποίοι αποτελούν τη βασική πηγή εσόδων τους (διπολική αγορά). Πώς πείθουμε έναν επιχειρηματία να διαφημίσει το προϊόν ή την υπηρεσία του στην πλατφόρμα μας; Μα δείχνοντάς του το μέγεθος της επιρροής της, δηλαδή τον αριθμό των χρηστών, τον μέσο χρόνο που περνούν αυτοί εντός της πλατφόρμας, αλλά και τις δυνατότητες που έχουμε ως οργανισμός να αυξήσουμε αυτόν τον χρόνο μελλοντικά.
Πώς, επομένως, διασφαλίζουν η Meta inc. και εταιρίες αντίστοιχων υπηρεσιών πως θα κρατούν τους χρήστες της όσο το δυνατόν περισσότερο εντός των εφαρμογών τους; Δεκάδες χιλιάδες ψυχολόγοι και πληροφορικάριοι σε απέραντα γραφεία. Τα χρώματα, τα σχήματα, οι μικρότερες των λεπτομερειών σε κάθε αναβάθμιση εξετάζονται ενδελεχώς, πριν εμφανιστούν στους χρήστες. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όμως, δεν μένουν σε απλές διαφημιστικές πρακτικές. Ο χρόνος που ενδεχομένως να σταθούμε περισσότερο σε μία δημοσίευση ή σε ένα προφίλ, οι πιο συχνοί μας συνομιλητές, οι αγαπημένες μας θεματολογίες… όλα αποθηκεύονται και μελετώνται από δεκάδες ψυχολόγους, οι οποίοι σε συνεργασία με software engineers δημιουργούν αλγόριθμους εξατομίκευσης περιεχομένου.
Στη συνέχεια, το περιεχόμενο που προβάλλεται στον εκάστοτε χρήστη σχεδιάζεται έτσι ώστε με καθετί που βλέπει, να εκκρίνεται μία μικρή δόση σεροτονίνης στον εγκέφαλό του. Πρόκειται για μία ουσία που μεταφράζεται σε βραχυπρόθεσμο αίσθημα ικανοποίησης. Γι’ αυτό και συχνά, εκεί που περιηγούμαστε στην “αναζήτηση” του Instagram ή στο YouTube, συνειδητοποιούμε ξαφνικά ότι έχουν περάσει τρεις ώρες και όχι πέντε λεπτά.
“Και λοιπόν;”, θα ρωτήσει κανείς, “πού είναι το κακό;”. Οι αρμόδιες εταιρίες μάλιστα θα ισχυριστούν πως όλα γίνονται, ώστε ο χρήστης να έχει τη βέλτιστη δυνατή εμπειρία: “Αντί να ψάχνει το τι θέλει μέσα στον σημερινό αχανή όγκο πληροφοριών, είμαστε εμείς εδώ να το βρούμε γι’ αυτόν”. Δυστυχώς η πραγματικότητα τους διαψεύδει.
Πρόβλημα πρώτο: Έστω πως ένα αγόρι, ο Τζωρτζ, είναι είκοσι ετών και ζει στην Αμερική το 2016. Ο Τζωρτζ προέρχεται από οικογένεια που παραδοσιακά ψηφίζει Ρεπουμπλικανούς και συχνά κάθεται με τον πατέρα του και βλέπουν δημοσιεύσεις του Donald Trump και βίντεο ρεπουμπλικανών υποψηφίων να αγορεύουν, σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Ο αλγόριθμος συγκρατεί πως, όταν ο Τζωρτζ βλέπει πολιτικό ρεπουμπλικανικό περιεχόμενο, αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην εφαρμογή, δημιουργώντας έτσι μία αιτιώδη σχέση. Συνεπώς, κάθε φορά που ο Τζωρτζ βλέπει τα “προτεινόμενα” της εφαρμογής, έρχεται σε επαφή με όλο και περισσότερο ρεπουμπλικανικό υλικό, και με ελάχιστο ή καθόλου δημοκρατικό. Πολλαπλασιάστε αυτήν τη συνθήκη επί τις ώρες και τις ημέρες που αναφέραμε προηγουμένως.
Ο αυξημένος χρόνος που περνάμε σε ανάλογες εφαρμογές τις δίνει υπόσταση μιας παράλληλης πραγματικότητας. Έτσι, όταν ο Τζωρτζ συναντήσει την Άλις, που αντίστοιχα έχει στα προτεινόμενα της εφαρμογής της μόνο βίντεο δημοκρατικών, το χάσμα των πραγματικοτήτων τους θα φαντάζει αβυσσαλέο, λες και δεν ζουν στην ίδια χώρα.
Με μία λέξη, το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει από τον τρόπο λειτουργίας ορισμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων πλατφόρμων που χρησιμοποιούν παρόμοιες πρακτικές (βλ. Youtube), είναι η πόλωση. Έρευνες σχετικά με την αιτιώδη σχέση ανάλογων πλατφόρμων και πολιτικής πόλωσης έχουν πραγματοποιηθεί και πλήθος τους διεξάγεται τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο. Επί προεδρίας Τραμπ πάντως τέτοιου είδους καταστάσεις έγιναν πιο εμφανείς.
Πρόβλημα δεύτερο: Έστω πως η Κάθριν είναι μία έφηβη που θέλει να χάσει κιλά. Ως χρήστης μίας εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης έχει ακολουθήσει πλήθος μοντέλων, τα οποία έχει ως πρότυπα. Αντίστοιχο περιεχόμενο παρακολουθεί και στην “αναζήτηση” της εφαρμογής. Προφανώς οι φωτογραφίες που ανεβάζουν τα μοντέλα αυτά είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων σκηνοθετικών οδηγιών, ψηφιακών επεξεργαστών, φίλτρων και ούτω καθεξής. Για την Κάθριν, όμως, το περιεχόμενο αυτό αποτελεί πραγματικότητα, και μάλιστα πραγματικότητα που ο αλγόριθμος της εφαρμογής δεν χάνει στιγμή να της υπενθυμίζει μέσα από ειδοποιήσεις και αντίστοιχο περιεχόμενο στην αναζήτηση. Έτσι, κάθε πρωί που ξυπνάει η κοπέλα, βγάζει δικές της φωτογραφίες στον καθρέφτη και τις συγκρίνει με τις ρετουσαρισμένες των μοντέλων. Έχει σταματήσει εδώ και καιρό να τρώει πρωινό, ενώ το μεσημεριανό που αναγκαστικά καταναλώνει μπροστά στους γονείς της, σπεύδει να το αποβάλει στο μπάνιο.
Ο Τομ, επίσης έφηβος, πρόσφατα χώρισε με την Κάθριν. Οι δυο τους μιλούσαν συχνά σε μία εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης. Μάλιστα ο Τομ είχε θέσει ειδοποίηση για κάθε δημοσίευση που έκανε η Κάθριν στην εφαρμογή, και ήταν ο πρώτος που την έβλεπε. Ο αλγόριθμος είχε καταγράψει ότι ακόμη και αν μία ολόκληρη μέρα ο Τομ δεν είχε ανοίξει την εφαρμογή, με μία ειδοποίηση σχετικά με την Κάθριν δεν δίσταζε λεπτό να συνδεθεί. Συνέχισε, λοιπόν, να του στέλνει ειδοποιήσεις, τόσο από ενέργειες της πρώην του, όσο και υπενθυμίσεις “πέρασε ένας χρόνος” με φωτογραφίες που είχε ανεβάσει ο ίδιος μαζί της. Καινούργιος ακόμη στην εφαρμογή, μην ξέροντας πώς να εμποδίσει αυτές τις ειδοποιήσεις και με περιορισμένες αντιστάσεις μετά το τέλος της πρώτης του σχέσης, το αγόρι πέρασε βδομάδες κλεισμένο στο δωμάτιο του.
Ενδεχομένως σε μερικούς τα παραδείγματα να φανούν τραβηγμένα, ωστόσο δυστυχώς δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Έρευνες, αν και δεν έχουν συνδέσει με απόλυτα αιτιώδη σχέση τη χρήση ανάλογων μέσων με καταθλιπτικά επεισόδια στην εφηβική ηλικία, έχουν κρίνει πολλάκις πως αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιρροής που συμβάλλει στην αύξηση των περιστατικών. Η ανεξέλεγκτη χρήση των μέσων από ανηλίκους δεν αποτελεί, από τη μία, ευθύνη της εταιρίας, αλλά των γονιών τους. Από την άλλη, η θέσπιση ορίων ηλικίας, η αύξηση των διαπιστευτηρίων για τη δημιουργία λογαριασμού, και η προσαρμογή του περιεχομένου και των ενεργειών που προβάλλονται σε ηλικίες κάτω των δεκαοχτώ αποτελούν ελάχιστες μονάχα ιδέες που θα μπορούσαν οι αρμόδιοι να εφαρμόσουν. Τι αντίκρισμα θα είχε όμως αυτό στα έσοδα τους, ε;
Παρόλα αυτά, ακόμη και αν για λίγο ξεχνούσαμε όλα τα προαναφερθέντα, πώς μας ακούγεται το ότι δεκάδες ειδικοί μελετούν ένα άτομο και επιχειρούν να κατευθύνουν τη συμπεριφορά του, κρατώντας το όσο το δυνατόν περισσότερο εντός της εφαρμογής τους; Αναφέραμε πριν πως μία μετρημένη δόση εφήμερης ευχαρίστησης ίσως και να χρειάζεται ορισμένες φορές. Όταν, όμως, για να βάλει μέτρο ο χρήστης, πρέπει να αντιμετωπίσει δέκα ειδικευμένους επιστήμονες και αλγορίθμους, που πειραματίζονται βομβαρδίζοντάς τον με περιεχόμενο… Η εφήμερη ευχαρίστηση, που υπό άλλες συνθήκες θα είχε ρόλο χαλαρωτικό και απελευθερωτικό για τον εξουθενωμένο και πιεσμένο από υποχρεώσεις άνθρωπο, γίνεται μάλλον εργαλείο εκμετάλλευσης για την απόσταξη και του τελευταίου λεπτού του ελεύθερου χρόνου του.
Νυχτερινή Διασκέδαση- εθισμοί
Φανταστείτε ότι είναι Σάββατο πρωί και μόλις ξυπνήσατε. Έχει τελειώσει μια εξαιρετικά κουραστική εργάσιμη εβδομάδα. Τις ελάχιστες στιγμές που ενδεχομένως να ξεκλέβατε για τον εαυτό σας έπρεπε να ικανοποιήσετε κάποιον άλλον, τους γονείς σας, τα παιδιά σας, το αφεντικό σας, τον καθηγητή σας. Επιτέλους Σάββατο, λοιπόν, και η παρέα σας θα βγει το βράδυ. Όσο χρόνων και να είσαι, όπου και να πας, σε εστιατόριο, σε ουζερί, σε καμπαρέ, σε μπυραρία, σε κλαμπ, σε καζίνο, ξέρεις ότι θέλεις να πιεις, να καπνίσεις, να τζογάρεις, να ξεφύγεις. Να ζήσεις αρκετά έντονες στιγμές, ώστε να έχεις ψυχικά αποθέματα για άλλη μια δύσκολη εβδομάδα.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο αυτή η έννοια της διαφυγής από την ασφυκτική καθημερινότητα μέσω της νυχτερινής διασκέδασης έχει εξελιχθεί σε ένα εξαιρετικά ισχυρό brand. Ο πλούτος άρχισε να διαχέεται, οι άνθρωποι απέκτησαν ξανά κάποιον ελεύθερο χρόνο, όμως η εργασιακή πίεση και το καθημερινό άγχος συσσωρεύονταν και ήταν αναγκαίο να εκδηλωθούν κάπου.
Από τη δεκαετία του ’70 (δεκαετία της σεξουαλικής απελευθέρωσης) μέχρι σήμερα, η βιομηχανία της νυχτερινής διασκέδασης έχει γιγαντωθεί. Αν και υπάρχει πληθώρα διαφορετικών επιλογών για όλα τα γούστα, οι μαζικές προτιμήσεις κινούνται προς όλο και εντονότερες κοινωνικές και σεξουαλικές εμπειρίες.
«Μπορεί να δουλεύω σαν σκυλί όλη την εβδομάδα, αλλά αξίζει η αναμονή για ένα μακρύ Σάββατο». Μάλιστα, ο συνειρμός πιθανόν να προχωρήσει και ένα βήμα παρά πέρα: «αν δεν δούλευα τόσο σκληρά όλη την εβδομάδα, πώς θα εκτιμούσα το Σάββατο και θα περνούσα τόσο ωραία;». Η τελευταία αυτή φράση συνιστά εισιτήριο πρώτης θέσης για τη συστημική φυλακή.
Από τις προαναφερθείσες εφήμερες ψυχαγωγικές δραστηριότητες ενδεχομένως αυτή να μπορεί να αποδειχτεί η πιο αποτελεσματική και άρα λιγότερο εφήμερη. Και αυτό διότι από ανάλογες έντονες εμπειρίες (ή μέρος αυτών) γίνονται γνωριμίες, ενδυναμώνονται φιλίες και γεννιούνται έρωτες, σχέσεις που μόνο βραχυπρόθεσμες δεν είναι. Ο λόγος, ωστόσο, της ιδιαίτερης μνείας στη νυχτερινή διασκέδαση, στο παρόν κείμενο, βρίσκεται κυρίως στους εθισμούς που πολλάκις αυτή επιστρατεύει για εντονότερη εμπειρία, και τον ρόλο τους σε έναν ευρύτερο συμβιβασμό με την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Το κάπνισμα, ο τζόγος, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, όλα τους προσφέρουν ένα έντονο αλλά προσωρινό αίσθημα, το οποίο φέρει συνέπειες για το μέλλον. Η ένταξη αντίστοιχων συνηθειών σε εβδομαδιαίο πλαίσιο, έστω και στο πλαίσιο της διαφυγής από τη ρουτίνα, εν τέλει μας διευκολύνουν όχι απλώς να συμβιβαστούμε, αλλά να έχουμε σχέσεις εξάρτησης από τη σημερινή πραγματικότητα, να μην είμαστε ατομικά, νοητικά ελεύθεροι.
Πέραν αυτών, όπως και στις περιπτώσεις του καταναλωτισμού και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έτσι και σχετικά με προαναφερθείσες εθιστικές δραστηριότητες υφίσταται μια ολόκληρη βιομηχανία και χρηματικά ποσά με πληθώρα μηδενικών στα δεξιά τους. Όσο ζωές καταστρέφονται λόγω εθιστικών ουσιών και δραστηριοτήτων κάποιοι τραπεζικοί λογαριασμοί φουσκώνουν. Αποτελούν, λοιπόν, οι δραστηριότητες αυτές όντως ένα είδος απελευθέρωσης για τον σημερινό αγχωμένο και καταπιεσμένο άνθρωπο; Η απάντηση δική σας.
Έξοδος από τον λαβύρινθο
Εξετάσαμε το τρίπτυχο «καταναλωτισμός, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έντονη νυχτερινή διασκέδαση-εθισμοί», υπό το πρίσμα των μορφών εφήμερης διασκέδασης, που συχνά γίνονται αντιληπτές ως τρόποι διαφυγής από την ασφυκτική καθημερινότητα, αλλά και ως παράγοντες βελτίωσης της καθημερινότητας της ευρείας λαϊκής μάζας του δυτικού κόσμου. Οι απόψεις διίστανται, γεγονός θετικό, διότι η πραγματικότητα ποτέ δεν καθρεφτίζεται από μία αποκλειστικά οπτική, και (ελπίζουμε ότι) θα συνεχίσουν να διίστανται.
Αν, ωστόσο, συνειδητοποιήσαμε κάτι μέσα από αυτό το νοητικό ταξίδι, αυτό είναι ότι ένα ευρύ τμήμα της κουλτούρας του εφήμερου που πραγματευτήκαμε πλέει σε επικίνδυνα νερά. Νερά επικίνδυνα όχι μόνο για όσους απολαμβάνουν (ή έτσι νομίζουν) τις προεκτάσεις της κουλτούρας αυτής, αλλά και για όσους εργάζονται σε πρωτύτερα, όχι τόσο γνωστά, στάδια της παραγωγικής της διαδικασίας. Και είναι στο χέρι μας, με τα όσα μάθαμε κατά την περιήγηση στον «λαβύρινθο» αυτό, να προειδοποιήσουμε και άλλους που ενδεχομένως να εισέρχονται ανίδεοι, αλλά και να διερωτηθούμε και να ερευνήσουμε περαιτέρω και οι ίδιοι. Γιατί μπορεί σε ένα πακέτο τσιγάρα να αναγράφεται η προειδοποίηση «Το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα» και να συνοδεύεται με μία σχετική, εξαιρετικά παραστατική φωτογραφία, αλλά έξω από τα καταστήματα ρούχων που παράγονται σε εργοστάσια που καταρρέουν στο Μπαγκλαντές, και πλακώνουν εκατοντάδες ανθρώπους, δεν υπάρχουν ταμπέλες που να γράφουν «Δολοφόνοι» ούτε φωτογραφίες των οικογενειών που καταστράφηκαν. Ούτε αντίστοιχα ξεκάθαρα προειδοποιητικά σήματα υφίστανται σε κάποια εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης.
Απελευθερωτική, λοιπόν, ή κλουβί δίχως (εμφανή) κάγκελα η κουλτούρα του εφήμερου; Η απάντηση δική σας.
Comments