top of page
Εικόνα συγγραφέαΑλέξανδρος Παπακωνσταντόπουλος

Μια Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση, προλαβαίνουμε;

Είναι εφικτή η συγκρότηση μιας συλλογικής βούλησης με στόχο την εμβάθυνση της Δημοκρατίας, και την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής; Στην εποχή των επάλληλων κρίσεων πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη για την αριστερά να συμμεριστεί τα συναισθήματα ανασφάλειας και ανάγκης για προστασία όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας; Γιατί είναι κάθε άλλο παρά αναγκαία η κινητοποίηση του λαϊκού κινήματος από την αριστερά να γινεί υπό μια αριστερή λαϊκίστικη στρατηγική, με σκοπό την αποτροπή ταύτισης ολοένα και μεγαλύτερου μέρους των λαϊκών στρωμάτων της κοινωνίας με τον δεξιό λαϊκισμό και τον αμυντικό εθνικισμό, αλλά και την αποδοχή τεχνο-αυταρχικών μετα-ιδεολογικών λύσεων;


Η Σαντάλ Μουφ είναι κατηγορηματική στην πολιτική της παρέμβαση στην τωρινή συγκυρία[1] με το τελευταίο της πολιτικό δοκίμιο «Προς μια Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση: Ο Αριστερός Λαϊκισμός και η Δύναμη των Συναισθημάτων». Η τωρινή συνθήκη δίνει τη δυνατότητα στην αριστερά να οικοδομήσει μια λαϊκή πλειοψηφία, μέσω μιας αριστερής λαϊκίστικης στρατηγικής. Βασική προϋπόθεση να λάβει σοβαρά υπόψιν τα συναισθήματα της ανασφάλειας και της ευαλωτότητας που προκάλεσε η πανδημία και η κλιματική κρίση, απεμπολώντας μια αμιγώς ρασιοναλιστική προσέγγιση της πολιτικής και των πρακτικών της.


Η τωρινή μεταπανδημική συνθήκη έρχεται σαν συνέχεια αυτού που η Μουφ ονόμασε «λαϊκίστικη στιγμή», την αντίσταση δηλαδή στη μεταπολιτική συνθήκη των τελευταίων δεκαετιών, της «συναίνεσης στο κέντρο» και της νεοφιλελεύθερης έμπνευσης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Η κρίση του 2008 και η νέα ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού έπληξε (και συνεχίζει να πλήττει) μεγάλο μέρος των λαϊκών κατώτερων τάξεων, αλλά και ένα σημαντικό, συνεχώς αυξανόμενο κομμάτι της μεσαίας τάξης. Συνοδευόμενη η διαδικασία αυτή από την υποχώρηση δημοκρατικών αξιών, όπως η ισότητα και η λαϊκή κυριαρχία, οδήγησε στις Σύγχρονες Δυτικές Μεταδημοκρατίες στην εμφάνιση ποικίλων αντιστάσεων απέναντι σε αυτήν την συνθήκη.  


Η κρίση του νεοφιλελεύθερου ηγεμονικού σχηματισμού οδήγησε στην άνοδο του δεξιού λαϊκισμού, ο οποίος την εκμεταλλεύεται στρέφοντας τον κόσμο προς μια εθνικιστική και ρατσιστική κατεύθυνση, αλλά και στην ευκαιρία της αριστεράς να αντεπιτεθεί σε έναν «πόλεμο θέσεων», με σκοπό την υπεράσπιση και τη «ριζοσπαστικοποίηση της Δημοκρατίας». Παράλληλα με την εκμετάλλευση από τον δεξιό λαϊκισμό των συναισθημάτων ανασφάλειας και θυμού, ο νεοφιλελεύθερος λόγος προωθεί προς όφελός του νέες μεταπολιτικής μορφής ψηφιακές λύσεις και πρακτικές κοινωνικές ελέγχου, ανταποκρινόμενες στο αίτημα ασφάλειας της εποχής. Και η αριστερά; Η αριστερά (μας λέει η Μουφ) είναι επιτακτική ανάγκη να απαγκιστρωθεί από το ορθολογιστικό της πλαίσιο, να μην αντιμετωπίζει ως αντιδραστικά αυτά τα αιτήματα και να έρθει πλησιέστερα στις ανησυχίες και την καθημερινή βιωμένη εμπειρία των πληττόμενων λαϊκών τάξεων.


Σημαντική σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η θεωρητική της πρόταση για τον λεγόμενο «επαναστατικό ρεφορμισμό» και τη ριζοσπαστικοποίηση της Δημοκρατίας, δηλαδή στην δυνατότητα ενεργοποίησης των ηθικο-πολιτικών αρχών των φιλελευθέρων-δημοκρατικών θεσμών («Ελευθερία και ισότητα για όλους» στο «Για έναν αριστερό λαϊκισμό»). Σχηματικά τοποθετείται ανάμεσα στον ξερό μεταρρυθμιστικό ρεφορμισμό του τρίτου δρόμου, και στην επαναστατική αριστερά (χωρίς βέβαια να αποκλείει μια αναγκαία αντι-καπιταλιστική διάσταση).


Πολιτική, συναισθήματα και μορφές ταύτισης


   Καθοριστικής σημασίας είναι η έμφαση που δίνει η Μουφ στα συναισθήματα στην πολιτική, και ιδιαίτερα στα πάθη. ‘Όπως τονίζει η ίδια, η αφοσίωση στους Δημοκρατικούς Θεσμούς δεν επιτυγχάνεται μέσω της ορθολογικής θεμελίωσης τους, αλλά μέσω ταυτίσεων και πρακτικών, είναι «ζήτημα κοινών συναισθημάτων», ή αλλιώς (Βιντγκεστάιν) «μια γεμάτη πάθος αυτοδέσμευση σε ένα σύστημα αναφοράς». Αυτή ήταν άλλωστε και μια από τις ψευδαισθήσεις των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, ότι δηλαδή η πολιτική μπορεί να θεμελιωθεί αποκλειστικά στη λογική, οδηγώντας στη σύνδεση της Δημοκρατικής θεωρητικής παράδοσης με τη ρασιοναλιστική θεώρηση, ζημιώνοντας φυσικά και την Αριστερά και την αντίληψή της επί της πολιτικής.


Επανερχόμενη στα συναισθήματα, η Μουφ υπενθυμίζει -και τονίζει την πρόταση της (από κοινού με τον Λακλάου)- για τον επαναπροσδιορισμό του Σοσιαλισμού με όρους ριζοσπαστικοποίησης της Δημοκρατίας (βλ. Ηγεμονία και Σοσιαλιστική στρατηγική: Προς μια ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική, μτφρ. Αντώνης Γαλανόπουλος, επιμ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Τρίκαλα, Επέκεινα 2021), οδηγώντας σε μια «Αγωνιστική Δημοκρατία». Μια δημοκρατία η οποία θα προσδίδει έμφαση στη στρατευμένη φύση της πολιτικής και τον κεντρικό ρόλο των συναισθημάτων, με αντίπαλα ηγεμονικά σχέδια τα οποία δεν χρήζουν ορθολογικής συναίνεσης. Ωστόσο, σε ένα πλαίσιο όπου τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα (θα) νοούνται ως αντίπαλοι και όχι ως εχθροί. Να διαφωνούμε χωρίς να φαγωθούμε εν ολίγοις.


Προχωρώντας στην κινητοποίηση των μαζών και στη συγκρότηση των συλλογικών (πολιτικών στην περίπτωσή μας) ταυτοτήτων, σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει αυτό που ο Φρόιντ ονόμασε λιβιδινική επένδυση και ταύτιση. Είναι καθοριστικής σημασίας για τη συγκρότηση μια συλλογικής βούλησης, ενός «λαού», και της δυνατότητας ταύτισης τοθυ με αυτό. Η Μουφ φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει: «η ιστορία του υποκείμενου, είναι η ιστορία των ταυτίσεών του» (σελ. 64). Ωστόσο, η λιβιδινική συναισθηματική επένδυση είναι εύπλαστη και ικανή να κατευθυνθεί προς ποικίλες κατευθύνσεις. Δίνει ως παράδειγμα τη μνησικακία, η οποία δεν πρέπει να καταλογίζεται ως ένα a priori χαρακτηριστικό των ατόμων, αλλά είναι αποτέλεσμα διάπλασης του ενυπάρχοντος θυμού, ο οποίος θα μπορούσε (και μπορεί) να κατευθυνθεί προς άλλες προοδευτικότερες κατευθύνσεις.  


Το ηγεμονικό σημαίνον «Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση»


Εξετάζοντας τη φύση της έκτακτης κλιματικής ανάγκης, της ιστορίας των οικολογικών κινημάτων και κομμάτων, αλλά και παρουσιάζοντας τις προτάσεις σύγχρονων οικολογικών προγραμμάτων (όπως το αμερικανικό Green New Deal), οδηγείται στο συμπέρασμα πως ο αγώνας για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη και ισότητα επιβάλλεται να διακλαδωθεί με το αίτημα για περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Επομένως, ο αντι-νεοφιλελεύθερος  αγώνας πρέπει να συναρθρωθεί με τον οικολογικό.


Επιπροσθέτως, υποστηρίζει πως μια πραγματική οικολογική μετάβαση δεν γίνεται χωρίς σύγκρουση με τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Έτσι, προτείνει την «πράσινη δημοκρατική επανάσταση» ως το ηγεμονικό σημαίνον γύρω από το οποίο θα συναρθρωθούν αιτήματα εργατικά, των νέων κινημάτων (ΛΟΑΤΚΙ+ κλπ.), οικολογικά και κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Δεν είναι απαραίτητο όλοι οι συμμετέχοντες του κινήματος να μοιράζονται τις ιδίες αξίες και κοσμοθεωρίες, αρκεί να αναγνωρίζουν την τεράστια σημασία της οικολογικής έκτακτης ανάγκης. Λόγω της υψηλής αξίας και αποδοχής που έχει η λέξη Δημοκρατία στο πολιτικό φαντασιακό των Δυτικών κοινωνιών (και σε συνδυασμό με την συνάρθρωσή του με τα αιτήματα για προστασία) είναι ικανό να κινητοποιήσει μεγάλές μάζες ανθρώπων και να συμβάλει τα μέγιστα στην κατασκευή ενός «λαού», ενός «εμείς», εναντίον μιας «νεοφιλελεύθερης ελίτ», ενός «αυτοί». Για αυτόν τον λόγο «μια αριστερή λαϊκίστικη στρατηγική είναι πιο επίκαιρη από ποτέ» (σελ. 107).


[1] Όπως εύστοχα μας υπενθυμίζει στο προηγούμενο πολιτικό της δοκίμιο «Για έναν αριστερό λαϊκισμό», ακολουθεί την θεωρητική πρακτική του Μακιαβέλλι: “Ως θεωρητικός, ο τρόπος που αναπτύσσω τη θεωρία μου έχει ως αφετηρία τον Μακιαβέλλι (Machiavelli), ο οποίος, όπως μας υπενθύμιζε ο Αλτουσέρ (Althusser), τοποθετούσε πάντα τον εαυτό του «μέσα στη συγκυρία» αντί να στοχάζεται «πάνω στη συγκυρία»”. (Σαντάλ Μουφ, «Για έναν αριστερό λαϊκισμό», μτφρ. Αντώνης Γαλανόπουλος, Τρίκαλα, Επέκεινα 2023, σ.17.)

42 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page