Σε σκηνοθεσία, παραγωγή και σενάριο του Άρι Άστερ
Έπειτα από δύο αριστουργήματα του σύγχρονου κινηματογράφου, το Hereditaty (2018) και το Midsommar (2019), ο Άρι Άστερ επιχειρεί για ακόμη μια φορά να μας ταξιδέψει στο παράλογο του ανθρώπινου εγκεφάλου, σε μια αδιάκοπη περιπέτεια, με πρωταγωνιστή αυτήν τη φορά έναν άκρως ανασφαλή άνθρωπο, τον Beau (Χοακίν Φίνιξ). Το συγκεκριμένο εγχείρημα συνδυάζει τον τρόμο, σήμα κατατεθέν μεταξύ άλλων του σκηνοθέτη, με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, σε μια προσπάθεια να αποτυπωθούν τα πιο αμήχανα, σκιώδη και βαθιά συναισθήματα.
Τι πήγε τόσο στραβά με τον Beau; Ο Beau Wasserman, ένας ιδιαίτερα προβληματικός μεσήλικας, παρουσιάζεται από την αρχή της ταινίας κάτω από τη σκιά της υπερπροστατευτικής του μητέρας Mona Wasserman, μιας πετυχημένης επιχειρηματία. Η τελευταία τον μεγάλωσε μόνη της στην Πόλη της Wasserton. Όντας ο πιο πιστός και κοντινός "σύντροφος" της μητέρας του, ο Beau κατασκεύασε μια στρεβλή ανορθόδοξη αντίληψη για τη ζωή, καθώς στόχος της ήταν να τον προειδοποιήσει από παιδί για τους κινδύνους που διατρέχουν την κοινωνία: το σεξ, τον έρωτα και γενικότερα τη ζωή, στην οποία μοναδική δικλείδα ασφαλείας αποτελεί για τον Beau η μητέρα του.
Ο Beau ζει σε μια άθλια περιοχή, την Corrina, όπου δεν μπορεί να βρει ποτέ ησυχία. Καθώς διακατέχεται από ποικίλες φοβίες, το περιβάλλον του λειτουργεί για αυτόν ως μια επιπλέον πηγή προβλημάτων. Το ατελείωτο ταξίδι που θα ακολουθήσει ξεκινά με τη θέληση του Beau να επισκεφτεί τη μητέρα του στο πατρικό του. Μια ημέρα πριν φύγει όμως, στην πολυκατοικία του επικρατεί χάος και του χτυπούν συνεχώς την πόρτα, δήθεν για να κλείσει τη δυνατή μουσική. Ο Beau δεν άκουγε μουσική. Μετά από ώρες τον παίρνει ο ύπνος. Ξυπνά ταραγμένος και ετοιμάζεται γρήγορα να φύγει. Συνειδητοποιεί όμως ότι ξέχασε το οδοντικό του νήμα και, όταν πάει να το πάρει, χάνει τα κλειδιά και τη βαλίτσα του. Υπερβολικό; Όχι, σε σχέση με αυτά που θα ακολουθήσουν. Ξαφνικά, μιλάει στο τηλέφωνο με τη μητέρα του και αυτή τού δείχνει πόσο απογοητευμένη είναι μαζί του για ακόμη μια φορά. Ο Beau συγχύζεται, οπότε αντιλαμβάνεται πως πρέπει να πάρει τα χάπια για το άγχος του, τα οποία όμως, αν τα πάρει χωρίς νερό, κινδυνεύει να πεθάνει. Το νερό έχει κοπεί, ο Beau σκέφτεται να πάει απέναντι από το σπίτι του να πάρει νερό, αλλά ξέρει πως, αν αφήσει ανοιχτό το σπίτι του, θα μπει όλη η πολυκατοικία μέσα και θα του το καταστρέψουν. Έτσι και γίνεται: ο Beau κλειδώνεται έξω από την πολυκατοικία για ένα ολόκληρο βράδυ, πολύ φοβισμένος και δειλός, για να διώξει τους ανθρώπους από το διαμέρισμα. Ύστερα, με ένα τηλεφώνημα μαθαίνει πως η μητέρα του απεβίωσε.
Ο Beau πέφτει κάτω και τον χτυπάει ένα βαν. Ξυπνάει μετά από δυο μέρες στο σπίτι αυτών που τον χτύπησαν, στους Roger (Nathan Lane) και Grace (Amy Ryan). Πρόκειται για μια φαινομενικά ήρεμη και απλή οικογένεια, τα φαινόμενα όμως σε αυτήν την ταινία μόνο απατούν! Έχουν μια έφηβη κόρη, την Toni, στο δωμάτιο της οποίας αναρρώνει ο Beau, και έναν γιο, ο οποίος πέθανε πολεμώντας στο Καράκας. Η Toni έχει αναστατωθεί που ένας άγνωστος κοιμάται στο κρεβάτι της και νομίζει πως οι γονείς της θέλουν να τον υιοθετήσουν. Παράλληλα, ο Beau δέχεται τηλεφώνημα από τη δικηγόρο της μητέρας του, η οποία τον επιτιμά πως θα έπρεπε να έχει ήδη φροντίσει για την ταφή της όπως της αρμόζει. Απαιτεί από αυτόν να πάει το γρηγορότερο στη Wasserton.
Ένας από τους χειρότερος φόβους του μόλις έγινε πραγματικότητα: η μάνα του δεν θα ταφεί όπως της αξίζει και φταίει ο γιος της για αυτό. Ο Beau προσπαθεί με όλη του την ψυχή να φτάσει στον προορισμό του, του υπόσχεται μάλιστα ο Roger ότι θα τον μεταφέρει στη Wasserton. Ωστόσο κάτι συμβαίνει και συνεχώς αναβάλλεται η άφιξή του εκεί. Σε επόμενη σκηνή η έφηβη Toni ζητά τη βοήθειά του, για να βάψουν το δωμάτιο του νεκρού της αδελφού, παρά τη θέληση της μητέρας της να μην ακουμπά κάνεις τίποτα στο δωμάτιο του αδελφού της. Η Toni τελικά πίνει την μπογιά, πεθαίνει και ο Beau φεύγει.
Ο Beau φτάνει τρέχοντας σε ένα δάσος και φαίνεται τα πράγματα σιγά-σιγά να ηρεμούν. Εκεί συναντά μια έγκυο γυναίκα, η οποία τον προσκαλεί στην κοινότητά της, που αποτελείται από ορφανά που ανεβάζουν παραστάσεις σε δάση. Πρόκειται μάλιστα να ανεβάσουν και τώρα μία. Η παράσταση αφορά το ταξίδι του Beau φυσικά .Ο τελευταίος βλέποντας την παράσταση αποκτά παραισθήσεις, μεταμφιέζεται και υπνωτίζεται. Ξαφνικά, η παράσταση μετατρέπεται σε σκηνικό πραγματικότητας και εμφανίζεται ο Beau περπατά στο δάσος με τους τρεις γιους του.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι ο Beau βιώνει αναδρομές (flashbacks) από μια ανάμνηση και από ένα όνειρο. Στο όνειρο φαίνεται η μητέρα του να προσπαθεί με μανία να τον γδύσει θυμωμένη, για να του κάνει μπάνιο, όταν ήταν μικρός (Arman Nahapetian), ενώ αυτός αρνείται. Στο τέλος η μητέρα του κλείνει κάποιον στη σοφίτα. Η ανάμνηση δείχνει τον νεαρό Beau σε κρουαζιέρα με τη μητέρα του, κατά την οποία γνωρίζει την Elaine (Julia Antonelli), την οποία και ερωτεύεται. Η Elaine τον φιλά και ύστερα φεύγει με τη μητέρα της, αλλά, πριν φύγει, του δίνει μια φωτογραφία της, με την προσδοκία να του αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα την περιμένει, γεγονός που πραγματοποιείται. Αυτό συνδέεται με τον θάνατο του πατέρα του και την πίστη του Beau ότι, αν εκσπερματώσει, θα πεθάνει, καθώς έτσι πέθανε ο πατέρας του, ο παππούς του και ο προπάππους του, σύμφωνα με τη μητέρα του, την οποία προφανώς και πίστευε τυφλά. Έτσι, ο Beau δεν είχε ποτέ σεξουαλική συνεύρεση στη ζωή του.
Γυρνώντας πίσω στην παράσταση, δεν γίνεται προφανές πώς ο Beau έχει τρεις γιους και κυρίως το πιο παράξενο, συμβαίνει, όταν συναντά κάποιον, ο οποίος ισχυρίζεται πως γνωρίζει τον πατέρα του. Πριν να βγάλει άκρη, ο Beau το βάζει πάλι στο πόδια.
Ο Beau φτάνει επιτέλους στο σπίτι της μητέρας του, αντιλαμβάνεται πως άργησε και η κηδεία τελείωσε. Παρατηρώντας το σπίτι ο Beau βλέπει παντού φωτογραφίες δικές του με τη μητέρα του. Ξαφνικά τον πλησιάζει μια γυναίκα. Είναι ο παιδικός του έρωτας, η Elaine (Parker Posey). Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται έντονη και κάνουν σεξ. Ο Beau δεν πεθαίνει. Εκστασιασμένος και ενθουσιασμένος, κοιτάει και βλέπει πως η Elaine... πέθανε.
Η μητέρα του εμφανίζεται. Ναι, η μητέρα του, η οποία δεν πέθανε ποτέ, αλλά τον παρακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα, παρακολουθούσε μέχρι και τις συνομιλίες με τον ψυχολόγο του. Εδώ αρχίζει και τελειώνει ο πιο τρελός και μεγάλος του εφιάλτης, η μητέρα του τον σιχαίνεται και αυτός αντιλαμβάνεται ότι ζούσε ένα ψέμα, τόσο φοβισμένος όλο αυτόν τον καιρό που δεν κατάφερε τίποτα περισσότερο από το να σιχαθεί και ο ίδιος τον εαυτό του.
Τι μπορεί άραγε να πει κανείς για αυτήν την ταινία, που όσες φορές και να τη δεις πάλι θα έχεις 1000 ερωτήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε συναρπάζει. Ο Ari Aster για ακόμη μια φορά μάς πήρε από την καρέκλα του κινηματογράφου και μας τοποθέτησε στο πιο βαθύ πλάνο, στο μυαλό του Beau. Όσο την πάτησε ο Beau, τόσο την πατήσαμε και εμείς και όσο φοβισμένος ένιωθε, άλλο τόσο νιώσαμε και εμείς, αφού όσο στραβά και να πήγαιναν τα πράγματα κάθε φορά, δεν πίστευες ότι μπορεί να γίνει κάτι χειρότερο. Και ναι! Εκεί που θα αισθανθείς λίγη ηρεμία μέσα στην ταινία, εκεί θα σου προσφέρει την πιο απρόσμενη σκηνή και θα σε φέρει στην πιο άβολη θέση, σαν να σε έχουν στριμώξει σε μια γωνία και εσύ να μην μπορείς να ξεφύγεις. Παράλληλα όμως νιώσαμε μια έντονη συμπόνια για τον Beau, που, ενώ δεν είναι ο κλασικός "ήρωας", θέλουμε και περιμένουμε το καλύτερο για αυτόν. Ο Χοακίν Φίνιξ, με τις μαγικές του υποκριτικές ικανότητες, κατάφερε να ενσαρκώσει την άγνοια, την ανασφάλεια και τον φόβο στα μάτια του Beau. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που αγαπήσαμε αυτήν την ταινία, όσο σκληρά και αν ήθελε να μας απωθήσει, όσο και αν το μυαλό μας, βλέποντας τις ακραίες εικόνες και τα φροϋδικά πλάνα, ήθελε να βγει τρέχοντας από την αίθουσα λόγω ασταμάτητης αμηχανίας.
Εννοείται πως το τέλος δεν το αποκαλύψαμε, γιατί είναι και το πιο αμφιλεγόμενο σημείο σε όλη την ταινία. Δεν μπορεί σίγουρα να ερμηνευτεί σε δύο προτάσεις, μπορεί μόνο ο καθένας μόνος του να το μεταφράσει, αλλά και αν δεν μπορεί, δεν τον παρεξηγούμε, μόνο τον συναισθανόμαστε. Μην ξεχνάμε στην τελική ότι η αυθεντικότητα του Aster κρύβεται, μεταξύ άλλων, στο ότι λατρεύει να παίζει με το μυαλό του κοινού, θέλει να μας μπερδέψει και να βοηθήσει να αναδυθούν τα πιο κρυμμένα, αμφίβολα ένστικτα και αυτό το καταφέρνει άρτια μέσα από τις κινηματογραφικές του τεχνικές, τους λιτούς διαλόγους και τις υπέροχες αντιφατικές εικόνες που έρχονται σε σύγκρουση με όσα διαδραματίζονται. Η ταινία προσωποποιεί τον φόβο με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντικρίσουμε και εμείς ως θεατές τους φόβους μας κατάματα, αλλά παράλληλα να αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο τον φόβο ως αίσθηση. Ο Aster επέλεξε αυτό το ΄΄είδος΄΄ του φόβου, που είναι ανείπωτος, που τον κρατάς μέσα σου τόσο βαθιά που σκάει και εκρήγνυται διαλύοντάς τα όλα στο πέρασμά του. Ποτέ δεν μας έδωσε τίποτα στο πιάτο ο Aster, παρά μόνο τα κινηματογραφικά "εργαλεία", που κάνουν τη φαντασία μας να οργιάζει κάθε φορά, μπροστά στην κινηματογραφική του οδύσσεια και πίσω από τα κρυμμένα μηνύματα και τους συμβολισμούς.
Τελικά ο φόβος υπάρχει μέσα μας ή είναι δικό μας κατασκεύασμα; Και αν μας τον δημιουργούν οι άλλοι, μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε ή έστω να αντιληφθούμε ότι αυτό που μας εμποδίζει είναι ο φόβος; Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι ευθύνεται ο φόβος, κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να τον καταπολεμήσουμε; Τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει διαφορετικά, αν ο φόβος δεν στεκόταν ποτέ ως εμπόδιο; Μήπως οι χειρότεροι φόβοι μας είναι οι χειρότεροι, μέχρι να προκύψουν στην πραγματικότητα;
Comments