Κεφάλαιο 1ο
Όταν η ζωή γίνεται δύσκολη το «Γιάννης» δεν γίνεται «Οδυσσέας», ακόμα και αν περάσεις σαράντα κύμματα. Μεγαλωμένος στα Δυτικά προάστια έμαθε από μικρός την σκληρότητα της ζωής μα ήταν ένας πολύ δυνατός άνθρωπος. Δεν λύγισε όταν ο πατέρας του τον παράτησε, ούτε όταν έχασε την μάνα του, ακόμα και όταν τον έπιασαν να σπρώχνει στα γεμάτα υγρασία στενά της Αριστοτέλους σήκωσε τα κομμάτια του εαυτού του και αποδέχτηκε τις συνέπειες που είχαν οι πράξεις του. Ήξερε το ρίσκο της ανάγκης, μα δεν μπόρεσε να φύγει από τον μονόδρομο της αφραγκίας του. Στην φυλακή ήταν πάντα σεβαστός και όταν ξέσπαγαν διαμάχες δεν έδινε ποτέ ονόματα. Είχε δεθεί με το κελί του και όταν έπεφτε το σκοτάδι έβλεπε ένα φώς ελπίδας στο άχρωμο του μέρος, όσο ονειρεύονταν για άλλη μια ευκαιρία στην ζωή του.
Όταν τελικά βγήκε ήταν γεμάτος χαρά και όρεξη να κάνει καλό, αυτή η θέληση όμως αποδείχθηκε φευγαλέα. Χρειάστηκαν μονάχα 2 εβδομάδες για να ξαναγυρίσει στην βρωμοδουλειά του ρισκάροντας την ελευθερία που τόσο πολύ ποθούσε σε αντάλλαγμα με μια γρήγορη λύση στο οικονομικό του αδιέξοδο. Αλλά αυτή η μαυρισμένη καρδιά δικαιούνταν κάποια μορφή εξιλέωσης μετά από τόσο πόνο. Για πρώτη φορά είχε μια σύντροφο που δεν ήταν μπλεγμένη στο παιχνίδι του εμπορίου και μπόρεσε να τον φέρει στην χαρούμενη εκδοχή της πραγματικότητας μακριά από τα ρίσκα και το άγχος. Βρήκε μια κανονική δουλειά και έκρινε ότι να μείνει μαζί της θα ήταν το κλειδί για την ευτυχία του.
Έμοιαζε με όνειρο στην αρχή όλα πήγαιναν όμορφα και στην συνέχεια γνώρισε την χαρά του να είσαι γονιός. Της έδωσε μια κόρη και του έδωσε έναν γιό, ίσως όμως η ευτυχία του να τον έκανε τυφλό και ανίκανο να δεi αυτό που ερχόταν. Η μητέρα των παιδιών του απέκτησε μια ιδιαίτερα προσωπική σχέση με το αφεντικό της- κοινώς τον πηδούσε για τζίρο. Όταν είδε τις πιπιλιές στον λαιμό της το σώμα του πάγωσε, το πονεμένο του βλέμμα έβγαζε μια αίσθηση πίκρας. Τόσα συναισθήματα γυρίζουν στο κεφάλι του μα αυτός είναι αμίλητος. Τελικά ανοίγει το ξερό αφυδατωμένο του στόμα και ξεστομίζει ένα σιγανό "τελειώσαμε". Εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη του, ασυγχώρητο. Οι δρόμοι τους χωρίσανε, ο ένας επέλεξε τα χρήματα ο άλλος την επιμέλεια των παιδιών.
«Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία». Kάπως ισχύει αλλά σίγουρα η έλλειψη τους επιφέρει δυστυχία. Κάθε περικοπή στα έξοδά του τον έλουζε με ένα κύμα απελπισίας, κάθε απλήρωτος λογαριασμός του δημιουργούσε έναν πόνο στο στήθος... ήταν η θλίψη για την ανικανότητά του να τηρήσει τις ευθύνες του, όμως αυτό ήταν το φορτίο της έντιμης εργασίας. Τελικά αναγκάστηκε να μετακινηθεί με τα παιδιά του σε μια μεζονέτα στα σοκάκια που τον μεγάλωσαν, πίσω στα δυτικά προάστια. Ο ενοικιαστής ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος που είχε υιοθετήσει ένα νεαρό αγόρι, τον λέγαν Τάσο. Είχε περάσει παραπάνω από ένας χρόνος από το διαζύγιο. Ίσως ο Γιάννης να μην ήταν τόσο χαρούμενος με την κατάσταση της οικογένειάς του, αλλά ήταν ικανοποιημένος που κατάφερε να επιβιώσει.
Είχαν έρθει τα Χριστούγεννα είχε δώσει τις δύο κουβέρτες στα παιδιά και αυτός κάθονταν στο κρύο. Ο γείτονάς του αρνιόταν να δώσει ένα χέρι βοηθείας, γιατί ήξερε το ιστορικό του και δεν τον συμπαθούσε... Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Έπρεπε κάπως να ζεστάνει το σώμα του. Έτσι αναγκάστηκε να ακολουθήσει ένα δρομάκι από το οποίο είχε ξεκόψει για πολλά χρόνια. Το στενό δρομάκι τον οδήγησε σε ένα ξεχασμένο Τζακ Ντάνιελς στο ντουλαπάκι πάνω από τον απορροφητήρα. Ήξερε ότι δεν σήκωνε το ποτό αλλά δεν άντεχε την κρύα αγκαλιά του αέρα που περνούσε μέσα από την χαλασμένη μπαλκονόπορτα, όποτε βγήκε έξω και κόλλησε πλάτη σε έναν ζεστό σωλήνα στον διάδρομο δίπλα στο εδώ και χρόνια χαλασμένο ασανσέρ. Ξεκίνησε να πίνει και η γλύκα τον έκανε να συνεχίσει μέχρι να μην μπορεί να σταματήσει. Όταν το μπουκάλι άδειασε ξεκίνησε να χορεύει και να γελάει στον διάδρομο προκαλώντας
ανυπόφορη φασαρία. Ο γείτονας βγαίνει από το διαμέρισμά του προσπαθώντας να τον ηρεμήσει με έναν όχι τόσο φιλικό τρόπο. Ο Γιάννης ξέσπασε επάνω του... δεν ήταν ο εαυτός του. Όσο τον χτύπαγε ανελέητα μαζεύτηκαν οι ένοικοι ακινητοποιώντας τον στο γκρίζο πάτωμα μέχρι που σταμάτησε να αντιστέκεται. Τότε σιγοάνοιξε η πόρτα με τέσσερα μικρά ματάκια να τον κοιτούν με απορία.
Όλη η ζωή του άλλαξε εκείνη την μέρα. Για το δικαστήριο δεν ήταν παρά ένας μπεκρής που δημιουργούσε προβλήματα, ένας αλήτης πρώην εγκληματίας. Έχασε την τετράχρονη κορούλα του και τον τρίχρονο αντράκι του στέλνοντας τα απευθείας στην κόλαση του ορφανοτροφείου. Μπορεί να μην ξαναμπήκε φυλακή αλλά έχασε όλη του την ζωή από μια στιγμή αδυναμίας. Οι ενοχές του ήταν ένας φύλακας από τον οποίο δεν ξέφυγε πότε, μια φυλακή που δεν κατάφερε ποτέ να δραπετεύσει.
Comments