Κεφάλαιο 2ο
Όταν ένα παιδί γεννιέται, αποτελεί συνήθως σήμα χαράς, αυτήν τη φορά όμως γέμιζε φόβο τον νεαρό Νικήτα όσο κοιτούσε στα μάτια του γιου του. Ήταν εικοσιτεσσάρων χρόνων, βυθισμένος σε σκουριασμένα εργοτάξια με έναν παράνομο εθισμό στους ώμους του. Να τον αφήσει πίσω του προσπάθησε, αλλά μάταιο να βρει παρόμοιο κουμπί εξόδου από την πραγματικότητα. Η καημένη που ανεχόταν τα χάλια του ήταν η εικοσιτριάχρονη Άννα, σπουδαγμένη και αδιόριστη -ένα σύμβολο της γενιάς μας. Η ανακάλυψη του μικρού ήταν αναπάντεχη και για τους δύο στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης και παρόλες τις προφανείς αμφιβολίες τους αποφάσισαν να κρατήσουν το μωρό. Η Άννα βρήκε μια δουλειά δύο λεωφορεία μακριά από τον Εύοσμο, για να μπορέσει να έχει μια ευκαιρία στη
ζωή ο νεογέννητος Τάσος. Όλα δούλευαν σωστά, μόνο που την ηρεμία τους διέκοπτε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα κάθε δύο εβδομάδες από έναν έμμεσο φίλο της οικογένειας. Όταν η πόρτα άνοιγε, φαινόταν ένας μαυροντυμένος νεαρός, που η επίσκεψή του σήμαινε μια τυπική συναλλαγή. Τα μάτια του αντανακλούσαν το περιθώριο, τον λέγαν Γιάννη.
Η Άννα είχε πλήρη επίγνωση των καταχρήσεων του Νικήτα, μα καμία κουβέντα ή καβγάς δεν μπορούσε να τον αλλάξει ούτε πριν ούτε μετά τη γέννηση του Τάσου. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να τον αφήσει, αλλά δεν μπορούσε, τον αγαπούσε πολύ, μα η σκέψη σίγουρα υπήρχε. Ο μικρός τής έδινε κουράγιο και μια εικόνα για ένα καλύτερο αύριο, αντίθετα στον Νικήτα έδειχνε μια εικόνα τρόμου, καθώς ήταν ένα βαρίδιο με ευθύνες που ένιωθε ανέτοιμος να σηκώσει και, μέχρι ο μικρός να κάνει τα πρώτα του βήματα, είχε ήδη ξεκινήσει να μετανιώνει για τις επιλογές του.
Σιγά-σιγά τα έξοδα συνεχώς αυξάνονταν, ώσπου τους οδήγησαν στο χείλος του γκρεμού. Είχαν την επιλογή να πληρώσουν άλλη μια δόση ή το νοίκι. Ο καβγάς τους ήταν έντονος και ήταν έτοιμος να γίνει βίαιος, μέχρι που τους διέκοψε ένας χτύπος στην πόρτα. Η Άννα τον ικέτεψε να μην την ανοίξει, αλλά ήταν πολύ αδύναμος, για να μην ενδώσει στη μαστούρα του. Άνοιξε και πλήρωσε... η Άννα κατέρρευσε και κατάλαβε ότι ο μόνος τρόπος για τον μικρό Τάσο να επιβιώσει ήταν να σοβαρευτεί ο πατέρας του, κάτι που γνώριζε και ο ίδιος ο Νικήτας. Έτσι σύντομα, αφού μίλησε με τον Γιάννη, αποφάσισε να παραιτηθεί από τις ευθύνες του και να εξαφανιστεί, χωρίς να πει κάτι στην Άννα. Χάθηκε μια νύχτα κρυμμένος μέσα στην ντροπή του αφήνοντας την οικογένειά του στη μοίρα τους. Η Άννα ήξερε ότι δεν μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί μόνη της, αλλά το προσπάθησε. Για σχεδόν έναν χρόνο έστυβε τις πέτρες, μέχρι να μην αντέχει άλλο, ενώ μετά από πολλές σκέψεις έκρινε ότι θα τον άφηνε σε ένα ορφανοτροφείο, για να κάνει αυτό που η ίδια δεν μπορούσε. Πήγε με όλα τα απαραίτητα έγγραφα και τον άφησε εκεί. Η μπόρα κάλυπτε τα δάκρυά της όσο έφευγε στο σκοτεινό σοκάκι που την οδηγούσε πίσω στο σπίτι της, ο Τάσος ήταν σχεδόν δύο χρόνων.
Το περιβάλλον του ορφανοτροφείου δεν ήταν ακριβώς φιλικό, καθώς τα περισσότερα παιδιά είχαν δει πράγματα που δεν έπρεπε και είχαν εμπειρίες που τα έκαναν ικανά να υιοθετούν πολύ εύκολα το μίσος. Μόλις στην ηλικία των 6 ετών είχε βιώσει πολλαπλούς ξυλοδαρμούς τόσο από μεγαλύτερα παιδιά αλλά και από καμαριέρες του ιδρύματος. Όσο μεγάλωνε έβλεπε ότι η κατάσταση χειροτέρευε. Μια μέρα 3 παιδιά τον είχαν ρίξει κάτω και τον κλωτσούσαν. Όσο ξάπλωνε στο πάτωμα που είχε ματώσει με το αίμα του εμφανίστηκε μια φιλική φιγούρα που τον μετέφερε στο ιατρείο. Ίσως η εμπειρία του να μην ήταν όμορφη, αλλά γνώρισε ένα άλλο παιδί που ήταν πάντα μαζί του και τον βοηθούσε σε μπόρες και λιακάδες. Τον λέγαν Αχιλλέα, είχε χάσει τους γονείς του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μαζί έπαιζαν, μαζί στους καβγάδες, μαζί έκλεβαν τσιγάρα, μαζί μεγάλωσαν. Η ελπίδα κάθε ορφανού είναι η υιοθεσία, αλλά δυστυχώς δεν είναι πολλά τα παιδιά που τελικά φεύγουν από το ορφανοτροφείο πριν την ενηλικίωση. Κλεισμένος πίσω από τέσσερις τοίχους περίμενε υπομονετικά τη μέρα που θα έφευγε από εκεί μέσα. Όταν έφτασε ο καιρός που τόσο πολύ περίμενε, είχε γίνει δεκατριών χρόνων. Μάζεψε τα πράγματά του, αγκάλιασε τον φίλο του με μια αγκαλιά που θα έκανε τον πιο σκληρό γίγαντα να λυγίσει και έφυγε.
Τελικά κατέληξε στο σπιτικό ενός πολύ συμπαθητικού σπιτονοικοκύρη, που τον έλεγαν Σάκη, και της γυναίκας του Χρυσούλας. Οι δύο τους δεν μπορούσαν χρόνια να κάνουν παιδιά και, όταν αποφάσισαν να υιοθετήσουν, τους συγκίνησε η ιστορία του Τάσου και αποφάσισαν να τον δεχθούν στο σπίτι τους. Ο Τάσος ήταν πολύ χαρούμενος με τους γονείς του και κατάφερε να δεθεί μαζί τους γρήγορα, καθώς ήταν τόσο καλοί μαζί του. Στο σχολείο σίγουρα είχε λίγα θέματα, αλλά προσπαθούσε να προσαρμοστεί στο κοινωνικό πρότυπο. Δεν άργησε όμως να εμπλακεί στον πρώτο του σχολικό καβγά. Ο κύριος Σάκης ήρθε να τον μαζέψει από το γραφείο του γυμνασιάρχη και του εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν άλλο να παλεύει στην καθημερινότητά του, πως τα δύσκολα είχαν περάσει, είχε έρθει ο καιρός να μάθει να αγαπάει. Την ίδια μέρα τον γύριζε σπίτι, όταν είδε έναν κύριο με ένα κοριτσάκι δίπλα του και ένα αγόρι στους ώμους του να περιμένει στην είσοδο που μέναν στον δεύτερο όροφο. Τους χαιρέτησαν βιαστικά και ανέβηκαν στον όροφο, για να τους υποδεχτεί η ευωδία από το κοκκινιστό της κυρίας Χρυσούλας. Ήταν πρώτη φορά που έκανε ένα λάθος και, αντί να τιμωρηθεί, του δόθηκε καθοδήγηση και ένα πιάτο ζεστό φαγητό.
Περνούσε τα παιδικά χρόνια που στερήθηκε και τα χαμόγελα των νέων γονιών του κατάφεραν να τον αλλάξουν. Σταμάτησε να δημιουργεί μπελάδες, έκανε μερικούς φίλους στο σχολείο και έκοψε το κάπνισμα, τους έκανε περήφανους. Μα όπως πολλά παιδιά ερωτεύτηκε και πληγώθηκε. Είχε πρόσφατα γίνει δεκαπέντε και ερωτεύτηκε την Ιωάννα, μια συμμαθήτριά του, μαζί περνούσαν υπέροχα για σχεδόν δύο χρόνια διατηρώντας την καλύτερη πλευρά του εαυτού του στο προσκήνιο. Δυστυχώς όμως δεν τελείωσε ωραία για τον Τάσο, καθώς τον παράτησε και βρήκε άλλον στο χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας, δίνοντάς του κίνητρο να επιτρέψει ένα κομμάτι του τέρατος που κρυβόταν στο παρασκήνιο να βγει προς τα έξω. Προσπάθησε να το αφήσει πίσω του με ποτά, εξόδους, βόλτες, αλλά τίποτα δεν τον βοηθούσε. Συντροφιά του κρατούσαν τα χρησιμοποιημένα του ακουστικά, ενώ σιγοτραγουδούσε μπάρες του Λεξ, αλλά το βάρος του παρελθόντος είναι βαρύ... ιδιαίτερα για ένα πληγωμένο δεκαεξάχρονο.
Ξεκίνησε απλώς με γρήγορες αλλαγές στη διάθεση, λίγα νεύρα και αντιδράσεις εδώ και εκεί, τίποτα που δεν δικαιολογείται από την εφηβεία. Όμως αυτό τον οδήγησε να αλλάξει φιλίες και να γνωρίσει τα λάθος άτομα, μέχρι που κάποιος του έκανε μια πρόταση για μια παραλαβή στη Ροτόντα. Εύκολη δουλειά, δίνει ένα πακέτο, παίρνει έναν φάκελο και τον γυρνά στον Εύοσμο. Αποδέχτηκε, χωρίς να έχει ανάγκη χρήματα, απλώς αισθανόταν πως έπρεπε να αποδείξει κάτι. Το έκανε και ανταμείφθηκε τρία πενηντάευρα μαζί με μια πρόταση για μια ακόμη δουλειά. Καθώς γύριζε σπίτι του, είδε στο παγκάκι δίπλα στην είσοδο τον ένοικο από τον δεύτερο όροφο να καπνίζει. Έμενε καιρό μόνος του, χωρίς τα παιδιά του, χωρίς ελπίδα. Είχε ένα ατυχές συμβάν που του στέρησε την κηδεμονία. Ο Τάσος ήξερε την ιστορία του, όποτε σκέφτηκε να πάει ζητώντας συμβουλές από τον μαυροφορεμένο καπνιστή, που κάποτε ήταν ένα περιβόητο βαποράκι. Κάθισε δίπλα του και ξεκίνησε να τον ρωτάει για τις εμπειρίες του. Ο Γιάννης αποφάσισε να βοηθήσει τον μικρό με τον τρόπο του, αφού τον προειδοποίησε για τους κινδύνους της δουλειάς, τονίζοντας ότι το καλύτερο είναι να την παρατήσει, ο Τάσος γέλασε και τον ευχαρίστησε. Στην συνέχεια ανέβηκε σπίτι του, για να κοιμηθεί σε ένα ζεστό σεντόνι, χωρίς να πολυσκεφτεί τα λόγια του Γιάννη. Τα μηνύματα που έστειλε εκείνο το βράδυ, καθώς αποδεχόταν τη νέα δουλειά του καθρέφτιζαν τον κακό του εαυτό. Όλες τις ανασφάλειες, το μίσος και τη θλίψη που δεν κατάφερε να θάψει στον τάφο της αλαζονείας του, μα επέλεξε να αγνοήσει τις αυταπάτες του και να ακολουθήσει τα σκαλιά που τον οδηγούσαν σιγά-σιγά στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι.
Είχε γίνει πλέον δεκαεφτά, είχε κάνει περισσότερες από δέκα μεταφορές και έτσι οι "φίλοι" του έδωσαν ένα στιλέτο, για να προστατεύεται όσο βάδιζε στα δύσκολα της βρωμοδουλειάς του, επειδή είχε ξεκινήσει πρόσφατα να σπρώχνει. Τα βράδια γυρνούσε στο κέντρο για χαρτζιλίκι, ενώ οι αθώοι γονείς του θεωρούσαν ότι ήταν απλώς έξω με φίλους. Ένα δροσερό βράδυ το φθινόπωρο εκεί που πουλούσε ξεπρόβαλε ένας περίεργος πελάτης. Δεν φαινόταν ικανός να πληρώσει αυτό που θα ζητούσε και το βλέμμα του ούρλιαζε εθισμό. Πάνω που ο Τάσος ετοιμαζόταν να φύγει, ο πελάτης τού όρμησε με όλη του τη δύναμη ελπίζοντας να αρπάξει κάτι. Για ατυχία και των δύο ο Τάσος άρπαξε το στιλέτο και το κάρφωσε στον λαιμό του σε μια προσπάθεια να τον απωθήσει. Του πήραν περίπου δέκα δευτερόλεπτα, για να καταλάβει τι είχε κάνει, μα, όταν ξεπέρασε το σοκ του, ξεκίνησε να τρέχει έτσι όπως δεν είχε τρέξει ποτέ. Πιο γρήγορα από όταν έτρεχε απ' την καμαριέρα που τον χτυπούσε στο ίδρυμα ή από τα παιδιά που θέλαν να του κλέψουν το φαγητό στους διαδρόμους του ορφανοτροφείου, αλλά όχι αρκετά γρήγορα, για να ξεφύγει από τις πράξεις του.
Κατάφερε να απομακρυνθεί από το σημείο του εγκλήματος, μα δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι με τα ματωμένα του χέρια, δεν γινόταν να μπλέξει τους μόνους ανθρώπους που τον αγάπησαν στο χάος του. Η μόνη λογική λύση ήταν να εξαφανιστεί, να γίνει καπνός όσο προλάβαινε. Κοντά ήταν ένα λεωφορείο που έφευγε για Αθήνα τα ξημερώματα, όποτε καθάρισε τα χέρια και τα ρούχα του σε κάτι τουαλέτες που ήταν δίπλα και μετά κάθισε στον δρόμο και δεν μπορούσε να διανοηθεί πόση καταστροφή προκάλεσε. Όταν το πούλμαν ετοιμάζονταν να φύγει, λάδωσε τον οδηγό με δύο τσαλακωμένα πενηντάρικα και μπήκε μέσα. Δεν κοιμήθηκε... μα πώς να μπορεί, όταν αφαίρεσε από τον εαυτό του το πέπλο της οικογένειας αφήνοντάς τον ξυπόλητο μπροστά στα κάρβουνα που έκαιγαν το καλό εγώ του. Δεν είχε ούτε το κουράγιο ούτε τον ζήλο να ανταμώσει τους γονείς του. Στη διαδρομή δεν κοίταξε ποτέ πίσω, μα το μυαλό του ήταν ακόμα σε εκείνο το σοκάκι δίπλα στο ανώνυμο πτώμα που εγκατέλειψε. Έτσι καθόταν ακίνητος με το πρόσωπό του να δείχνει μονάχα μπροστά, ενώ προσπαθούσε να κρατήσει ένα δάκρυ το οποίο δεν κρυβόταν.
Comments