Μερικοί θεωρούν το κουράγιο ως μία μορφή θάρρους, άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι η απουσία κάθε φόβου. Στην περίπτωση της ανήλικης Άννας όμως ήταν η αναμφίβολη ύπαρξη του φόβου, αλλά η άρνηση υποταγής της σε αυτόν. Μια απόλυτη αποδοχή του ενδεχομένου ρίσκου και ένα αίσθημα αντοχής με απώτερο σκοπό την έξοδο από τη μιζέρια.
Είχε μια εμπειρία με την αγορά εργασίας, έχοντας συμπληρώσει λίγο καιρό εργασίας σε μια καφετέρια στο Αιγάλεω, παρόλα αυτά οι συνθήκες αλλάζουν τα δεδομένα. Τελικά κατέληξε να εργάζεται σε ένα νυχτερινό κέντρο στο Περιστέρι -υπήρχαν λίγα προβλήματα με την ηλικία της, αλλά μερικά καλά γονίδια και μια προϋπηρεσία ήταν αρκετά, για να μεταπείσουν το αφεντικό. Ως δεκαεξάχρονο λοιπόν σέρβιρε, σφουγγάριζε, καθάριζε και ανεχόταν σχόλια από τον κάθε μπάρμπα πιωμένο και μη. Το μόνο καλό ήταν ότι ήταν κοντά στο πατρικό της, όσο και στο λύκειο όπου θα μπορούσε να πήγαινε σε κάποια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας.
Στο ταξίδι της βέβαια δεν ήταν μόνη, είχε την πίστη και τους γονείς της, από τους δύο όμως περισσότερο βοηθούσε η μάνα της, η οποία ήταν ακόμη ζωντανή. Πολλοί άνθρωποι ξεχνούν το φαινόμενο της πεταλούδας και πως η μια κατάσταση σπάει τη ροή και αλλάζει ζωές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας αναπάντεχος καρκίνος άφησε χήρα την άνεργη Γιώτα να μεγαλώσει μόνη της τη μικρή τότε Άννα. Χωρίς να έχει κάποιο στήριγμα έπρεπε κάπως να διώξει τα χρέη, για να μπορέσουν να ανασάνουν. Έτσι η ατυχία ήταν αυτή που ώθησε μια εμφανίσιμη νοικοκυρά σε ένα από τα επαγγέλματα της νύχτας που περιλαμβάνει προσωπικές εμπειρίες σε προσιτές τιμές. Η γνώση του αντικειμένου την έκανε γνωστή και περιζήτητη στην πιάτσα, όμως αυτή η φήμη από στόμα σε στόμα τραβάει ανεπιθύμητη προσοχή.
Δεν άργησε να μαθευτεί στο δημοτικό της Αννούλας ότι η μαμά δεν ήθελε να στείλει την οικογένεια της στο πεζοδρόμιο, αλλά προτιμούσε να εργαστεί σε αυτό. Μια τέτοια αδυναμία είναι σαν τροφή για τα παιδάκια του προαυλίου που θέλουν να κάνουν το εφτάωρο τους λίγο πιο ενδιαφέρον. Το ένα περιστατικό έφερνε το άλλο, μέχρι που αποφάσισαν να καλέσουν τη Γιώτα στο σχολείο. Η αλήθεια είναι ότι η μικρή δεν μασούσε, αλλά η Γιώτα ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη και αυτό φάνηκε την ημέρα που θα εμφανιζόταν. Πέρασε τη σιδερένια πόρτα και μπήκε μέσα σε μια αυλή γεμάτη βλέμματα. Τα βλέμματα των παιδιών που έκριναν ήταν μια σκιά της ικανότητας ανατροφής των γονέων τους όσο και των δασκάλων που τη στραβοκοιτούσαν. Δεν είχε νιώσει ποτέ τόση ντροπή, μα παρόλα αυτά συνέχισε να οδεύει προς το γραφείο της διευθύντριας. Όλες οι σκέψεις, το άγχος και η μελαγχολία την έκαναν να τρέμει και κατά συνέπεια να χάσει την ισορροπία της όσο ανέβαινε τις σκάλες -για καλή της τύχη δίπλα της βρέθηκε η δασκάλα της Άννας που την έπιασε, πριν πέσει. Για τη Γιώτα ήταν άγγελος, για τους υπόλοιπους ήταν η κύρια Σούλα. Έχοντας επίγνωση της κατάστασης η κυρία βοήθησε τη Γιώτα να σταθεί στα πόδια της και προθυμοποιήθηκε να τη συνοδέψει στο γραφείο. Το κήρυγμα, ο λόγος και το υφάκι της διευθύντριας θα ήταν αρκετά, για να κάνουν τον κάθε μορφωμένο μεσήλικα να χάσει τελείως τα μαλλιά του. Ήταν και αυτή μια εμπειρία για τη Γιώτα, η οποία, αφού ευχαρίστησε την κυρία Σούλα, αποχώρησε από το σχολείο απογοητευμένη, καθώς, αντί η διευθύντρια να απευθυνθεί στον σύλλογο γονέων, για να μάθει μερικές αρχές στα παιδιά, προτίμησε να δώσει μαθήματα ηθικής στη μητέρα.
Η Άννα ήξερε τις επιλογές της μητέρας της, αλλά δεν είχε περιθώριο να επιτρέψει σε αυτές να την επηρεάσουν, καθώς ακόμα θρηνούσε τον πατέρα της. Οι αναμνήσεις της από εκείνα τα χρόνια ήταν θολές, το μόνο που θυμόταν ήταν δυσκολίες και μια αίσθηση ντροπής, που δεν μπορούσε να αποφύγει. Στο γυμνάσιο περνούσε τον χρόνο της με φίλους σε πεζούλια με φτηνό αλκοόλ και δανεικά τσιγάρα, σε μια προσπάθεια να ζήσει μια φυσιολογική εφηβεία. Καταλάβαινε όμως ότι δεν θα μπορούσε να βρει τη χαρά, αν δεν έφερνε μια σανίδα σωτηρίας στη μάνα της. Ο μόνος τρόπος ήταν να συμβάλει στα έσοδα του σπιτιού, ώστε να δώσει την ευκαιρία στη Γιώτα να αποσυρθεί έστω προσωρινά από το νυχτερινό μεροκάματο. Έτσι αποφάσισε να θέσει το πλάνο της σε δράση, αλλά πρώτα ήθελε να της το ανακοινώσει.
Ήταν ένα κρύο ανοιξιάτικο πρωί, όταν η Γιώτα βάδιζε τη βόλτα της ντροπής προς το σπίτι με τα τακούνια της στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι άφησε το δερμάτινο μπουφάν στον σκουριασμένο καλόγερο και σε μία προσπάθεια να βρει τα τσιγάρα της έπεσαν από την τσάντα της δύο τσαλακωμένα εικοσάρικα. Αφού τα μάζεψε, βγήκε στο μπαλκόνι για μια γρήγορη τζούρα -προς έκπληξή της εκεί την περίμενε η Άννα. Κάθισε δίπλα της στο στενό τους μπαλκόνι και, αφού άναψαν τα τσιγάρα τους, η Άννα αποφάσισε να της ανακοινώσει ότι ήθελε να εργαστεί, για να τη λυτρώσει από τη δουλειά της. Η Γιώτα γέλασε και, παρόλο που δεν είχε ιδιαίτερη πίστη στον σκοπό της, δέχτηκε να την αφήσει να δοκιμάσει την τύχη της στη χώρα της ανεργίας. Το παιδί ήταν δεκαπέντε χρονών, αλλά σίγουρα είχε τα κότσια να αναζητήσει μια διέξοδο. Μετά από πολλές προφανείς απορρίψεις τη δέχτηκαν ως σερβιτόρα σε καφετέρια, όπου και θα δούλευε για λίγους μήνες, αλλά με τι κόστος. Η απόφασή της να αναζητήσει εργασία σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να τηρήσει το σχολικό ωράριο του λυκείου, κάτι το οποίο είχε αποδεχτεί. Δούλευε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά ακόμα το μηνιαίο της εισόδημα δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό της μητέρας της. Δεν το έβαζε πάντως κάτω. Όμως πέρα από μερικά κοινωνικά προβλήματα το επάγγελμα της Γιώτας είχε και μερικούς κινδύνους. Τα κακοήθη αφροδισιακά νοσήματα είναι πολύ σοβαρά, ειδικά όταν περνούν απαρατήρητα από τον πιθανό ασθενή. Η Γιώτα διαγνώστηκε με σύφιλη, γεγονός που σήμαινε ότι πέρα από το σοβαρό θέμα υγείας έπρεπε να αντιμετωπίσει το ότι δεν θα μπορούσε να εργαστεί πλέον. Μπορεί να μην ήταν τελείως απρόβλεπτο, αλλά παραμένει ένα πρόβλημα και κυρίως μια ευθύνη στην Άννα, η οποία θα έπρεπε πλέον να σηκώσει το βάρος του νοικοκυριού.
Με αυτό το σκεπτικό βρέθηκε στην τωρινή της δουλειά, λίγο μεγαλύτερη. Έβρισκε ένα κομμάτι του εαυτού της μέσα στο χάος και στο σκοτάδι του μαγαζιού, αλλά προφανώς είχε και πολλά αρνητικά, βασικό ζήτημα όμως ήταν ότι η δουλειά πλήρωνε καλύτερα από την προηγούμενη, αλλά εξακολουθούσε να μην ήταν αρκετή, για να συντηρήσει τη μητέρα της, που ανάρρωνε σιωπηλά στο σπίτι. Μέσα στα έξοδα του σπιτιού ήταν και η θεραπεία της, η οποία είχε ένα εξωπραγματικό κόστος για το εισόδημα της Άννας. Η δεύτερη δουλειά ήταν μια επιλογή, αλλά δεν ήξερε αν θα προλάβαινε την ασθένεια, το αγόρι της από την άλλη είχε μια καλύτερη πρόταση. Ο ίδιος ήταν ένας φυγάς μπλεγμένος στον υπόκοσμο που έκανε τυπικές μεταφορές με σκοπό την επιβίωσή του. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένα ύφος ντροπής και ενοχής βγαλμένο μονάχα μέσα από τη ζωή, ήταν ο Τάσος. Μπορεί να είχε γλυτώσει από το περιστατικό της Θεσσαλονίκης, μα ήταν πολύ νωρίς, για να γυρίσει, και κυρίως δεν είχε ακόμα το θάρρος, έτσι αποφάσισε να συνεχίσει την προηγούμενή του καριέρα λίγο πιο προσεκτικός αυτήν την φορά. Ο σχεδόν πλέον ενήλικος αγαπούσε την Άννα και ήθελε να την κάνει ευτυχισμένη, γιατί δεν άντεχε να τη βλέπει στην κατάστασή της. Οπότε σκέφτηκε ότι η παρανομία ήταν ένας μονόδρομος, αν έπρεπε να κρατήσει στη ζωή μια μητέρα που όλο και χειροτέρευε. Όσο οι μέρες περνούσαν η Άννα ήξερε ότι έπρεπε να κάνει το κάτι παραπάνω, όσο και αν φοβόταν, έτσι τελικά αποδέχτηκε την ευκαιρία που της δόθηκε.
Το δρομάκι που η ίδια βάδιζε ήταν επικίνδυνα κοντά σε έναν γκρεμό, τον οποίο έπρεπε να αποφύγει με κάθε κόστος. Στο μεταμεσονύχτιο μεροκάματο κουβαλούσε πάνω της δέκα σακουλάκια τα οποία θα έπρεπε να πουλήσει, αφού σχολάσει τα ξημερώματα. Όσο καλό κονέ και να της έκανε ο Τάσος έπρεπε να ακολουθήσει τον κανονικό δρόμο στην ιεραρχία, ξεκινώντας από τον πάτο. Για καλή της τύχη στην περιοχή πουλούσε γρήγορα τα λίγα γραμμάρια, αλλά τα έσοδα ήταν ακόμη σχετικά μικρά για το ρίσκο που έπαιρνε. Ο Τάσος τής έλεγε τα μυστικά της δουλειάς, με αποτέλεσμα μήνα με τον μήνα να ανεβαίνει σιγά σιγά τη σκάλα βγάζοντας τα χρήματα που χρειαζόταν η μητέρα της για τις θεραπείες. Όλες αυτές οι δυσκολίες που είχε περάσει τής δημιουργούσαν ένα μεγάλο βάρος στους ώμους. Ο πειρασμός στα σακουλάκια που πουλούσε ήταν πολύ μεγάλος, μέχρι που υπέκυψε, παρόλες τις προειδοποιήσεις από τον Τάσο. Για λίγο καιρό ήταν απλώς λίγες τζούρες, μέχρι να δει τον εαυτό της να δίνει ένα μερίδιο του εισοδήματός της για προσωπική χρήση. Ευτυχώς για την ίδια
η Γιώτα δεν είχε καταλάβει τίποτα και γινόταν καλύτερα, χωρίς να στεναχωριέται, αντίθετα ο Τάσος δεν άργησε να την καταλάβει. Όσοι καβγάδες και αν έγιναν δεν ήταν αρκετοί, για να της αλλάξουν τη γνώμη. Για να εξασφαλίσει το μερίδιο για προσωπική της χρήση, έσπρωχνε σε πιο επικίνδυνες περιοχές με καλύτερη αστυνόμευση ρισκάροντας το μέλλον της ίδιας αλλά και της Γιώτας, που καμάρωνε την υπεύθυνη εικόνα της κόρης της. Είχαν περάσει λίγοι μήνες. Η Γιώτα έγινε καλύτερα και αποφάσισε να κάνει μια αλλαγή στον επαγγελματικό της τομέα και έτσι βρέθηκε να εργάζεται σε ένα σούπερ μάρκετ. Η Άννα συνέχιζε τις δύο δουλειές της γεμάτη αγωνία και έναν συνεχή φόβο. Μέσα στο τσιγαρόχαρτό της βρισκόταν σχεδόν πάντα κάνναβη, κάτι το οποίο ο Τάσος τη βοηθούσε να ξεπεράσει. Πέρα από αυτό κρατούσε μια ακόμη κακή συνήθεια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινε στη δουλειά μαστουρωμένη, μέσα σε όλα αυτά κρατούσε το προϊόν προς πώληση πάνω της. Ήταν μια μεγάλη νύχτα που τελείωνε τη βάρδια της και έφευγε προς τα στενά, για να σπρώξει τη μεγαλύτερη μπάζα της καριέρας της. Μέσα σε μια νύχτα θα έβγαζε αρκετά χιλιάρικα, ώστε να ικανοποιήσει τον εθισμό της για αρκετούς μήνες. Βάδιζε γρήγορα, ανέπνεε σιωπηλά. Σε χρονικό διάστημα λίγων δευτερολέπτων ένας τύπος τη στρίμωξε, καθώς περπατούσε, την έκανε μπαούλο και της πήρε ό,τι ναρκωτικό και χρήμα διέθετε, αφήνοντάς τη στο πεζοδρόμιο. Ενώ σερνόταν στο πάτωμα, μπόρεσε να φτάσει στο κινητό της και, αφού ξεκλείδωσε τη ραγισμένη πλέον οθόνη της, πήρε τηλέφωνο τον Τάσο. Δεν μπορούσε να πάει στο νοσοκομείο, γιατί, όταν οι εξετάσεις έδειχναν ότι ήταν σουρωμένη, θα έμπλεκε σε μεγαλύτερους μπελάδες. Ο Τάσος σε περίπου ένα τέταρτο έφτασε στο σημείο του ξυλοδαρμού και μετέφερε την Άννα στο διαμέρισμά του.
Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, ανακάλυψε ότι είχε μεγαλύτερα προβλήματα από τις πληγές της. Το αφεντικό της παράνομης δουλειάς περίμενε στο γνωστό σημείο, για να παραλάβει το ποσοστό του από τις χθεσινές πωλήσεις, χωρίς να ξέρει τι συνέβη. Η Άννα έπρεπε όχι απλώς να απολογηθεί που δεν ήταν στο σημείο, αλλά και για το ότι έχασε όλο αυτό το προϊόν, κάτι που γνώριζε ότι θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες. Όσο ο Τάσος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα και βγήκε στο μπαλκόνι αποφάσισε να πάρει κλήση το αφεντικό και τοποθέτησε το τηλέφωνο δίπλα στο ματωμένο αυτί της. Αφού εξήγησε την κατάσταση, τα λόγια του αφεντικού ήταν πολύ λιτά και απλά, χωρίς να δώσουν περιθώριο παρερμηνείας. Είχε 24 ώρες να βρει το προϊόν, αλλιώς θα της αφαιρούνταν η ζωή με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε ένα στοιχείο, για να την οδηγήσει στον κλέφτη, θα μπορούσε να ήταν πληρωμένος, για να κάνει τη δουλειά ή να ευθυνόταν η χαρμάνα για την ενέργειά του και η Αθήνα είναι μεγάλη. Αβοήθητη ξάπλωσε στο κρεβάτι και ούρλιαξε στο μαξιλάρι χωρίς καμία ελπίδα, καθώς γνώριζε ότι δεν υπήρχε τρόπος να βρει τον ύποπτο. Τις σκέψεις της διέκοψε ο Τάσος, καθώς ξαναμπήκε μέσα στο σπίτι. Η ίδια τού μίλησε για το αδιέξοδο της, μα ο Τάσος μόλις έβλεπε τη λύση μπροστά του και ήταν τόσο ξεκάθαρη σαν φως στο σκοτάδι.
Το τηλεφώνημα του Τάσου αφορούσε μια πρόταση για μια μεγάλη δουλειά, ένα κάλεσμα για κάθε απελπισμένο προς μια μοναδική ευκαιρία απόδρασης από το περιθώριο. Το πλάνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη βοήθεια της Άννας και θα λάμβανε χώρα πίσω στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή έξω από την εμβέλεια εφαρμογής των κανόνων του αφεντικού. Το μόνο που στεκόταν ως εμπόδιο ήταν ότι η Άννα δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ, άλλα τίποτα που λίγα λεφτά δεν μπορούν να φτιάξουν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πάνω στο άγχος της, συμφώνησε και έτσι έτρεξε στο πατρικό της, για να πάρει τα απαραίτητα, πριν τελειώσει το χρονικό της όριο. Από τα λεφτά που είχε κράτησε ένα μερίδιο και επέλεξε να αφήσει τα υπόλοιπα στη Γιώτα μαζί με ένα βιαστικά γραμμένο σημείωμα που υποσχόταν τη σύντομη επιστροφή της. Πήρε μαζί με τον Τάσο το λεωφορείο προς Θεσσαλονίκη αφήνοντας πίσω της μια ευθύνη που θα είχε επιπτώσεις για τη ζωή της ίδιας στο άμεσο μέλλον. Βέβαια δεν μπορούσε να το δει τότε, καθώς οι σκέψεις της μπλοκάρονταν από ένα κύμα αναισθησίας και άγχους που δημιουργούνταν από την αδρεναλίνη η οποία κυλούσε στις τεντωμένες από τον ξυλοδαρμό φλέβες της. Μπορεί στο πρόσωπό της να φαινόταν μια σιγουριά για την επιλογή της, αλλά μέσα της έτρεμε όπως σε κάθε δύσκολη στιγμή που είχε περάσει, μόνο που αυτή τη φορά ένιωθε χαμένη στο κενό της τρέλας, στην οποία δέχτηκε να συμμετάσχει.
Comments