Κάθισα ξανά δίπλα από την αγαπημένη μου προβλήτα σήμερα, έτοιμος να γράψω άλλο ένα από τα γράμματά μου. Μου αρέσει να γράφω δίπλα στη θάλασσα, είτε όταν είναι ήρεμη, είτε ακόμα και φουρτουνιασμένη. Νιώθω ότι ο απέραντος ορίζοντας μπροστά δίνει χώρο στις σκέψεις μου να ξεδιαλύνουν.
Καθώς κοιτούσα προς το πέλαγος, παρατήρησα ότι η προσοχή μου ήταν εστιασμένη σε κάτι συγκεκριμένο: τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στα ανοιχτά νερά. Εκείνη τη στιγμή, το χέρι και οι σκέψεις μου πάγωσαν. Δεν μπορούσα πλέον να γράψω αυτό το γράμμα. «Έπρεπε να το έχω γράψει εδώ και καιρό, έχω καθυστερήσει αρκετά», σκέφτηκα, άλλα δεν με ένοιαζε. Αντ' αυτού, μια σκέψη ήρθε στο μυαλό μου, σαν απαλό κύμα. Βιαστικά έψαξα την αγαπημένη μου μαύρη πένα στο παλτό μου, μια πένα που φυλάω μόνο για ό,τι γράφω με απόλυτη σιγουριά και καθαρότητα. Και, έτσι, άρχισα να γράφω χωρίς παύση.
«Πιστεύω ότι όλοι είμαστε ενθουσιασμένοι να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στη θάλασσα που αποκαλούμε ζωή. Αλλά πριν καν βγούμε σ' αυτή, πρέπει να φτιάξουμε ένα πλοίο, κι αυτό το πλοίο το χτίζουμε και το τελειοποιούμε καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής μας. Ομολογώ ότι πολλές φορές ο αρχικός «σκελετός» μας δίνεται από εξωτερικούς παράγοντες, είτε είναι η οικογένεια, η ανατροφή, η εκπαίδευση – και ούτω καθεξής. Αλλά στο τέλος, ενώ κάποια καρφιά μπορεί να μας δίνονται πράγματι από έξω, εμείς είμαστε οι τελικοί και μοναδικοί καραβομαραγκοί, αυτοί που παίρνουν τα καρφιά και τα χρησιμοποιούν εκεί που θεωρούν σωστό για να σφίξουν τα σανίδια στο σκαρί.
Όπως κάθε καλός ναυπηγός, χτίζουμε τα πλοία μας ανάλογα με τις θάλασσες που θέλουμε να πλεύσουμε. Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε έμπειρο θαλασσοπόρο, θα μπορούσε εύκολα να επισημάνει τις διαφορές μεταξύ των καραβιών που κατασκευάζονται για ρηχά νερά, για βαθιά νερά, για κοντινά και για μακρινά ταξίδια.
Στην αρχή δεν είμαστε σίγουροι τι να κάνουμε με τη σχεδίασή μας: κάποιοι επιλέγουν στέρεα ξύλα, άλλοι όμορφα, άλλοι πρακτικά και γρήγορα – σηκώνουν ένα, δύο, τρία κατάρτια και επιλέγουν με προσοχή το ύφασμα με το οποίο θα ράψουν τα πανιά τους.
Παρ' όλα αυτά, για να συνεχίσω τη σκέψη μου, ας υποθέσουμε ότι καταφέρνουμε να φτιάξουμε ένα πλοίο αξιόπλοο, έτοιμο να μπατάρει για το παρθενικό του ταξίδι. Υποθέτω ότι το επόμενο βήμα θα ήταν να επιλέξουμε ποιος θα πλεύσει μαζί μας, εφόσον βεβαίως δεν είμαστε άνετοι να ξεκινήσουμε μόνοι.
Και πιστεύω ότι αυτή είναι η πιο καθοριστική στιγμή στο ταξίδι μας – γιατί, σε αντίθεση με την πραγματικότητα, η θάλασσα της ζωής δεν έχει δελτίο που μπορούμε να ακούσουμε και να προβλέψουμε τι θα συναντήσουμε μπροστά μας. Είναι μια άγνωστη και τρομακτική θάλασσα. Οι χάρτες σχεδιάζονται μέσα από τα μαθήματα που μας προσφέρει. Ένα απέραντο πέλαγος όπου οι ανοιχτοί ουρανοί σκουραίνουν σε μια στιγμή και οι ήρεμοι άνεμοι μετατρέπονται σε τυφώνες εξίσου εύκολα όσο φυσούν στα πανιά μας.
Και έτσι πλέουμε μέσα από αυτά τα αβέβαια νερά, αγκυροβολώντας σε μέρη που ίσως να έχουμε ή να μην έχουμε ξαναεπισκεφτεί. Και κάθε φορά που αράζουμε, κάποιος καινούργιος έρχεται, πρόθυμος να προσφέρει τον εαυτό του για να πλεύσει μαζί μας. Πώς ξέρουμε αν είναι κατάλληλος; Αυτή είναι μια ερώτηση που με συναρπάζει πολύ.
Υποθέτω πως για μένα η πρώτη και η τελευταία δοκιμασία έρχεται, όπως με όλα τα σκάφη, κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, μια θύελλα τόσο μεγάλη, όπου ο άνεμος φουντώνει την θάλασσα και την χρησιμοποιεί για να σφυρηλατεί το ταπεινό μας πλοίο και καθώς ένα κύμα μας χτυπά και παίρνουμε μια ανάσα, ένα άλλο μας βυθίζει ξανά μονομιάς, χωρίς δισταγμό. Είναι τότε που τα σανίδια στα οποία δουλέψαμε τόσο σκληρά μπορεί να ραγίσουν, εκεί όπου η καταιγίδα θα σκίσει τα όμορφα πανιά μας, και το σκάφος μας να αρχίσει να μπάζει νερά.
Υπό αυτήν την πίεση, δεν θα δοκιμαστεί μόνο η δύναμη μας, αλλά και η δύναμη αυτών που επιλέξαμε να βάλουμε στο πλοίο μας. Δεν είναι σπάνιο να χάσουν οι άνθρωποι την ψυχραιμία τους και να αναζητήσουν έναν τρόπο να εγκαταλείψουν με την πρώτη εμφάνιση νερού, πηδώντας στην θάλασσα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν τους κατηγορώ. Άφησέ τους να πηδήξουν χωρίς μίσος ή περιφρόνηση και μη νιώσεις προδοσία. Φοβούνται. Είναι λογικό, το πιο λογικό συναίσθημα του ανθρώπου. Προστατεύουν τον εαυτό τους. Έχουν, άλλωστε, το δικό τους πλοίο να φροντίσουν και να πλεύσουν, τις δικές τους καταιγίδες να νικήσουν.
Αλλά ίσως αυτό που είναι πιο σημαντικό για μένα είναι ότι πρέπει να περιβαλλόμαστε από ανθρώπους που θέλουν να δουν το πλοίο μας να τα καταφέρει μέχρι το τέλος. Άνθρωποι που κοιτούν τα αστέρια για να πλοηγηθούν μέσα από τα αχαρτογράφητα νερά, ακόμα και όταν τα σύννεφα πάνω πνίγουν το φως των αστεριών: γιατί έχουν κοιτάξει τόσες φορές προς αυτά για να θαυμάσουν την ομορφιά τους που θυμούνται ακριβώς πού να τα βρουν.
Αυτό που έχω κατανοήσει είναι ότι όλοι πλέουμε αναζητώντας εκείνο το άτομο που θα μας καθοδηγήσει προς ένα λιμάνι που μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε την αγάπη μας για τη θάλασσα και να κρατήσει το πλοίο μας δεμένο εκεί για πάντα. Το άτομο με το οποίο θα αρχίσουμε να χτίζουμε θεμέλια όχι από λόγια και σανίδια, αλλά από πέτρα που θα αντέξει μέσα στον χρόνο. Και εκεί, ίσως, αρχίσει ένα άλλο, διαφορετικό ταξίδι.
Μέχρι να φτάσει αυτή η στιγμή, πάμε πίσω στο πλοίο μας, πλέοντας μέσα από αχαρτογράφητες θάλασσες, μια νέα περιπέτεια. Είναι όμορφο να ανακαλύπτεις μέρη που δεν έχεις ξαναδεί, να γνωρίζεις νέους ανθρώπους και να ζεις καινούργιες εμπειρίες.
Το παν είναι να μην εγκαταλείψουμε ποτέ το ταξίδι αυτό, όσο και αν εύκολη μας φαίνεται η εν λόγω επιλογή. Να χαιρόμαστε για όλες τις δύσκολες στιγμές ακριβώς σαν τις εύκολες, είναι ευλογία το να ζεις, πως αλλιώς να το πω;
Πρέπει να ζούμε με τις συνέπειες που φέρνουν επιλογές που κάνουμε και να είμαστε
περήφανοι για την βάρκα μας, γιατί είναι μοναδική στον καθένα μας.
Οι παλιοί άλλωστε δεν λέγανε, ότι «ο Καπετάνιος βουλιάζει με το πλοίο του»;
Ένιωσα πως φλυαρούσα υπερβολικά, αλλά τα είχα γράψει όλα τόσο γρήγορα και με τέτοια ροή που ήμουν βέβαιος πως αυτό που είχα μουτζουρώσει στο ταπεινό κιτρινισμένο μου χαρτί ήταν ένα είδος αριστουργήματος στην αφήγηση.
Μέχρι που το διάβασα ξανά. Γέλασα ασταμάτητα.
Γιατί το παραδέχομαι, δεν έχω ιδέα από ναυσιπλοΐα.
Comments