Αναδημοσίευση από το fractalart.gr
Η Λέλα και ο Στάθης παρέα με τα χαμόγελά τους τριγυρνούσαν όλη τη μέρα στους δρόμους της μικρής επαρχιακής πόλης. Ένα καρότσι σουπερμάρκετ δεν άφηνε από τα χέρια του αυτός κι ένα καροτσάκι της λαϊκής έσερνε ξοπίσω της η νέα του φίλη. Το ντύσιμό τους φάνταζε περίεργο και ίσως κάπως εκκεντρικό για τα μάτια των περισσοτέρων, ικανό να σε αναγκάσει να του αφιερώσεις τη δεύτερη και την τρίτη ματιά. Εκείνη με τα αχτένιστα τρικολόρε μαλλιά της να πέφτουν πάνω στο ολοκαίνουργιο μαύρο παλτό με την ωραία γούνα στη θέση του γιακά κι εκείνος φορώντας ένα καλοραμένο κοστούμι που έπλεε πάνω του… έδειχνε αδύνατος πλάι της.
– Με τα ρούχα που μας έδωσαν να φορέσουμε οι φιλάνθρωποι είμαστε έτοιμοι για δεξίωση.
– Ο κόσμος δίνει από το υστέρημά του, Στάθη.
– Που τα φορούσαν αυτά τα ρούχα;
– Θα προτιμούσες να μας δίνουν ρούχα μόνο οι φτωχοί;
– Θα ήθελα να διακρίνω την ευαισθησία των συνανθρώπων μου ακόμα και κατά την στιγμή εκείνη… που προσφέρουν τα παλιά τους ρούχα για τους άστεγους.
Προ της οικονομικής κρίσης είχαν και οι δυο τη βολή τους. Ένα μαγαζί με είδη προικός που είχε κληρονομήσει από τον μακαρίτη τον πατέρα του διατηρούσε στο ιστορικό κέντρο της πόλης του ο Ευστάθιος. Πάνε όμως περίπατο οι προίκες του κάμπου… με τα βαμβακερά μπουρνούζια και τις χλιδάτες πετσέτες. Ποιος θα αγόραζε σε τούτους τους δύσκολους καιρούς τα κατάλευκα κολαριστά σεντόνια και τις κεντητές μαξιλαροθήκες, όταν δεν ξέρει καλά καλά πως θα γεμίσει τα ντουλάπια της κουζίνας του με μακαρόνια και όσπρια;
Η κυρία Λέλα ήταν κεντήτρια ασπρορούχων…
– Τότε που είχες το μαγαζί, άλλα ρούχα έδειχνες στους πλούσιους και άλλα στους φτωχούς;
– Το τότε… είναι τόσο μακριά και τόσο κοντά…
– Μπορεί και να φτιάζουν κάποτε τα πράγματα.
– Για μας;
– Για τους μετά από εμάς… μακάρι να κεντήσει ο Θεός ένα καλύτερο μέλλον!
Το έκλεισε το μαγαζί του ο Στάθης… χωρίς να έχει συμπληρώσει τα συντάξιμα χρόνια. Χρωστούσε σε όλον τον κόσμο κι αυτό δεν το άντεξε για πολύ η συνείδησή του. Έφυγε από την αγαπημένη του Θεσσαλία μια βραδιά του φθινοπώρου κι έφτασε μετά από αρκετές μέρες στη Βόρεια Ελλάδα.
Δεν έβρισκε δουλειά στον τόπο της η Λέλα. Την έπνιξαν τα νοίκια, τα δάνεια και οι λογαριασμοί! Παράτησε την πόλη της για να μη βλέπουν την κατάντια της οι φίλοι και οι γνωστοί. Δεν ήθελε ούτε να χαλάσει το καλό όνομα που είχε φτιάξει με τόσο κόπο στην πόλη της, ούτε να τη λυπούνται.
– Γιατί δεν έμεινες στην πόλη σου;
– Δεν θα ανεχόμουν ελεημοσύνη από άτομα που γνώριζα, Στάθη.
– Τόσο περήφανος λαός είμαστε;
– Δεν το βαρέθηκες τόσα χρόνια το άσπρο;
– Ας δούμε πως θα είναι η συντροφιά με το μαύρο…
Στην Έδεσσα, κοντά στους καταρράχτες, επέλεξαν να είναι η υπαίθρια “κατοικία” τους.
– Τουλάχιστον η νέα μας πόλη έχει χρώματα που τα βλέπεις και τα ακούς…
– Και τα όνειρά μας έχουν χρώματα, Στάθη.
Από παιδιά είχαν να επισκεφτούν τους καταρράχτες.
Το μεσοδιάστημα μονομιάς διαγράφτηκε από την μνήμη τους.
Comentarios