top of page

Τελικά γιατί ζήλεψε η Κορνηλία;

Στο πρωτόλειό του Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα ο Άρης Αλεξανδρής μάς κερδίζει με εκτενείς εσωτερικούς μονολόγους που μιλάνε στον κάθε εικοσάρη, παρομοιώσεις και άλλα σχήματα λόγου που ξεχειλίζουν χιούμορ και οικειότητα, ενώ, σε συνδυασμό με μία δουλεμένη πρωτοπρόσωπη αφήγηση γοργού τέμπο, φυτεύει τον Ιγνάτιο στο κεφάλι του αναγνώστη για αρκετές εβδομάδες μετά την ανάγνωση. Ωστόσο, η εξέλιξη του πρωταγωνιστή και, κυρίως, η (απο)δόμηση των χαρακτήρων που τον πλαισιώνουν… σηκώνει κουβέντα. Ένας κοινωνικός λίβελος μιας ενήλικης φωνής, εφηβικής χροιάς.


Ο Ιγνάτιος ασφυκτιά στην αργή και επαναλαμβανόμενη, γεμάτη υγρασία καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας. Όχι ότι μισεί την Κομοτηνή, όπως μας διαβεβαιώνει, απλώς αναγνωρίζει πως «υπάρχουν πολύ πιο όμορφα και ενδιαφέροντα μέρη να ζήσει κανείς». Τελειώνοντας το σχολείο, χωρίς την παραμικρή ιδέα για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του, φεύγει για την Αθήνα, όπου θα σπουδάσει Επικοινωνία και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ. Αφήνει, έτσι, πίσω το λιμάνι οικογενειακής θαλπωρής, «ένα λιμάνι γεμάτο ζύμες, σάλτσες, τυριά και φέτες μπέικον», με πυρήνα την οικογενειακή επιχείρηση καλτσόνε του πατέρα του, εν ονόματι «Γλυκούλη», για να ανακαλύψει την περιπετειώδη ζωή της πρωτεύουσας και των ατελείωτων γειτονιών της.


Οι αποστάσεις που παίρνει η παιδική του φίλη και πλέον συμφοιτήτριά του Κορνηλία, η γνωριμία με τη συναρπαστική Βιργινία και οι αμφιβόλου ήθους και νομιμότητας δραστηριότητές τους, τα παρθενικά του βήματα στον χώρο της δημοσιογραφίας και οι παράλληλες ανατροπές στο οικογενειακό του περιβάλλον, στήνουν το έδαφος για το ξετύλιγμα ενός κουβαριού γεγονότων που θα προσδώσει στην ιστορία μία διαφορετική βαρύτητα και διάσταση. 


Ο παιχνιδίζων τόνος και ο γοργός ρυθμός του πρωτοπρόσωπου αφηγητή γίνεται αισθητός από την πρώτη κιόλας σελίδα. Η περιγραφή οικείων μα προβληματικών γονικών φιγούρων, οικογενειακών σχέσεων και καταστάσεων που βρίθουν αντιθέσεων και παραδόξων, θυμίζει σε αρκετά σημεία τον Μικρό Νικόλα του Γκοσινί. Μόνο στη δεύτερη παράγραφο του βιβλίου εντοπίζουμε τέσσερις απανωτές αντιθέσεις που κορυφώνονται σημασιολογικά: από το ότι ο Ιγνάτιος μεγάλωσε στην Κομοτηνή, παρότι κανένας από τους γονείς του δεν κατάγεται από εκεί, την πρώτη συνάντηση των ετερόκλητων γονιών του, μιας άβγαλτης φοιτήτριας νομικής και ενός καιροσκόπου νεαρού γυναικά, τον «παράφορο» έρωτα της μητέρας κόντρα στον «όχι και τόσο» του πατέρα του, μέχρι τη διαφορά αντίληψης περί αποκλειστικότητας στη σχέση τους που συνειδητοποίησαν αργότερα. Αυτή η φαινομενικά αθώα παράθεση προκείμενων χωρίς τη ρητή διατύπωση του συμπεράσματος, το οποίο, όμως, ζωγραφίζεται πεντακάθαρα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη -δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση πως πρόκειται περί ενός προβληματικού γάμου, κάτι που θα επιβεβαιωθεί στη συνέχεια-, και μάλιστα ισχυρισμών και παρατηρήσεων που κανένας γονιός δεν θέλει να πιστέψει πως περνούν από τη σκέψη του παιδιού του, συνιστά το σημείο επαφής με το χιούμορ του Γκοσινί.


Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι ευρηματικές εικόνες που κατασκευάζει συχνά ο συγγραφέας ενεργοποιώντας πλήθος αισθήσεων του αναγνώστη και ξυπνώντας οικείες μνήμες: «καθόμασταν στο μπαλκόνι της με τα πόδια περασμένα ανάμεσα στα κάγκελα, αφημένα στον αέρα να κρέμονται […] τρώγοντας παγωτό και χαζεύοντας τον μιναρέ απέναντι».


Ωστόσο, υφολογικά ο αφηγητής διαφοροποιείται από έναν πεσιμιστικό ρεαλισμό που καθοδηγείται από την πρότερη γνώση πως εντέλει «ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα». Στην έντονη καυστικότητα του αφηγητή απέναντι σε μέρη, πρόσωπα και γεγονότα, σε μία δεύτερη ανάγνωση της ιστορίας κατανοούμε πως λανθάνει, πέρα από περιπαικτική διάθεση, μια απαθής πικρία. Το αφηγηματικό αυτό μοντέλο, πρόδηλο από τον τίτλο, και το ύφος παραπέμπει επίσης στη σειρά εφηβικών βιβλίων «Μία σειρά από ατυχή γεγονότα» του Χάντλερ (γνωστότερου με το ψευδώνυμο Λέμονι Σνίκετ που υπογράφει τα βιβλία). Η σκοτεινή πτυχή της ιστορίας, βέβαια, στην περίπτωση του Ιγνάτιου, δεν αποκαλύπτεται εξαρχής, ενώ οι κοινωνικές αδικίες που αντιμετωπίζουν τα δίδυμα του Σνίκετ δεν συγκρίνονται με το οικογενειακό υπόβαθρο του Ιγνάτιου. Άλλωστε δεν αποτελεί η κοινωνική αδικία θεματική του βιβλίου.


Το πρωτόλειο του Άρη Αλεξανδρή συνιστά έναν αφηγηματικά εφευρετικό λίβελο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Από την πλήρη αποδόμηση της αγίας ελληνικής οικογένειας έως τις δομικές παθογένειες του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, η υποκρισία, η έμφαση στο φαίνεσθαι, η κυνικότητα, ο οπορτουνισμός και η ανθρωποφαγία αναδεικνύονται ως τα επικρατέστερα χαρακτηριστικά της εποχής. Όλοι οι χαρακτήρες ενσαρκώνουν περισσότερο ή λιγότερο ορισμένα από τα παραπάνω στοιχεία, με τον ατομισμό, την εγωκεντρικότητα και την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο ως κοινό παρονομαστή.


Η ζήλεια που καταλογίζεται στην Κορνηλία αφήνεται, αρχικά, να εννοηθεί ως αστήρικτη υποψία της μερικής θεώρησης του αφηγητή, που δεν ευσταθεί μπροστά στην συμβατικά πετυχημένη πορεία της. Στις τελευταίες, όμως, σελίδες, η εχθρότητά της απέναντι στο πρόσωπο του Ιγνάτιου στοιχειοθετείται αφοπλιστικά από τις πράξεις της. Η Βιργινία, μία κλεπτομανής φοιτήτρια Νομικής, που ηδονίζεται στην παράβαση του νόμου, αποσύρει την εμπιστοσύνη της χωρίς πολλές περιστροφές στην πιο δύσκολη στιγμή του πρωταγωνιστή. Ο ίδιος του ο πατέρας τον απαρνείται στον βωμό επαγγελματικών συμφωνιών και τον αντιμετωπίζει ως μία ακόμη εργασιακή εκκρεμότητα που είναι αναγκαίο να τακτοποιηθεί. Ο αυτοδημιούργητος αρχισυντάκτης του εναλλακτικού μέσου Φαργκό αποδεικνύεται πως έχει επαγγελματικό κώδικα από πλαστελίνη, ενώ ο κυνικότερος των κυνικών κ. Γόπας εναρκώνει τη θλιβερή εμπορική ανηθικότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Στη μητέρα του δε, καταλογίζει έμμεσα ελαφρομυαλιά και μικροαστισμό που φανερώνουν οι σκηνές ζηλοτυπίας ή κουτσομπολιού με τη θεία και τη γιαγιά του. Ο μοναδικός χαρακτήρας που δεν εκπροσωπεί κάποιο είδος κοινωνικής παθογένειας και κρατά το ήθος του ακέραιο μέχρι τέλους, είναι ο Έλιοτ, ο οποίος και τιμωρείται με τον χειρότερο τρόπο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που συνεχίζουν ανενόχλητοι τη ζωή τους.


Δυστυχώς, στην προσπάθειά του να αποτυπώσει την απόλυτη κυριαρχία της κοινωνικής παρακμής, ο Άρης Αλεξανδρής δεν προσδίδει αρκετό βάθος στους χαρακτήρες του. Μένει στην εσωτερική εστίαση του Ιγνάτιου, που αποβαίνει, όμως, επιφανειακή. Η εχθρότητα της Κορνηλίας, τα συναισθήματα της Βιργινίας, οι πράξεις των γονιών του ή των αρχισυντακτών του, αφήνονται στην ερμηνεία του αναγνώστη δίχως επαρκή στοιχεία για περαιτέρω ανάλυση, με έναν μονοκόμματο μονοχρωματισμό, θετικό ή -στις περισσότερες περιπτώσεις- αρνητικό κατά την κρίση του αφηγητή. Ο ίδιος ο Ιγνάτιος δε, δεν φαίνεται να βιώνει κάποια έντονη εσωτερική αλλαγή μετά την κορύφωση των γεγονότων, δεν εξελίσσεται ιδιαίτερα ως χαρακτήρας.


Στον αντίποδα, βέβαια, μίας τέτοιου είδους κριτικής θα μπορούσε να αντιπαραθέσει κανείς το εξής: ο ίδιος ο πρωταγωνιστής συνιστά την ύστατη απόδειξη κοινωνικής αλλοτρίωσης. Η αρνητική και συνάμα επιφανειακή πρόσληψη των γύρω του, η ίδια η αφήγηση της ιστορίας αποτελεί δυνητικά έναν μηχανισμό άμυνας, ώστε να φαντάζει ο ίδιος ως μία ακόμη μονάδα εντός μιας μάζας ασυδοσίας και οι πράξεις του απλή απόρροια της παρακμάζουσας ηθικά και αξιακά κοινωνικής πραγματικότητας.


Το βιβλίο του Α. Αλεξανδρή επιβάλλεται, καταρχάς, να καθιερωθεί στα Τμήματα Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας στην Ελλάδα, καθώς περιγράφει «την εποχή του αχρείαστου όγκου πληροφοριών», τον ψηφιακό κόσμο που «έχει κάτι ανήθικα φιλόδοξο» και μια δημοσιογραφία που στόχο έχει «να μας διαβάσουν κι άλλοι, όχι να μας αγαπήσουν». Πέρα, όμως, από επίδοξους και εν ενεργεία δημοσιογράφους, η ιστορία του Ιγνάτιου Καραθοδωρή έχει πολλά να πει σε κάθε παιδί που τελειώνει το σχολείο ή κάνει τα πρώτα του βήματα στο πανεπιστήμιο, αναδεικνύοντας το πόσο εύκολα είναι δυνατόν να περάσει κανείς κόκκινες γραμμές και να προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημία, δίχως να προλάβει να το συνειδητοποιήσει, ανεξαρτήτως επαγγελματικού πεδίου. Σίγουρα, πάντως, ο συγγραφέας ακολούθησε πιστά τα λόγια του κ. Μαρκέζε: έκανε τις λέξεις να μετράνε!

Comments


bottom of page