Το Προαύλιο
"Μητέρα!", άκουσα ένα παιδί να φωνάζει. Ήταν μόλις είκοσι ετών, την προηγούμενη μέρα μου έλεγε πως όταν τελειώσει ο πόλεμος θα επιστρέψει στην Κασσάνδρα, στην Άφυτο. Ο πατέρας του δούλευε τα χωράφια και ήθελε να είναι αυτός από τα τρία αδέρφια που θα τα αναλάβει όταν έρθει η ώρα για τον πατέρα του να αφήσει τις ελιές. Μου έλεγε πόσο ανυπομονούσε να δει την αρραβωνιαστικιά του, την Αναστασία, μόλις όλα τελείωναν θα την παντρευόταν και με τα λεφτά από τα χωράφια θα της έκανε ένα αρχοντικό μπροστά στην θάλασσα.
Έλα όμως που η μοίρα τα είχε αλλιώς και ο μικρός δεν κατάφερε ποτέ να δει ξανά ούτε τα χωράφια, ούτε την Αναστασία. Γιατί η σφαίρα του άγνωστου εχθρού δεν ενδιαφέρεται για ηλικία, τόπο καταγωγής, όνομα ή σχέδια για το μέλλον που δεν έλαμψε ποτέ. Στάθηκα δίπλα του τις τελευταίες στιγμές, οι σκέψεις του έρρεαν σαν καταρράκτης από τα χείλια του, η μητέρα του, ο πατέρας του, τα αδέρφια του, η Αναστασία του. Με ευχαρίστησε, πήρε τα άρματα στο χέρι και ξεκίνησε το ταξίδι του για τους τόπους όπου τα θνητά σώματα ακόμα δεν μπορούν να φτάσουν. Εκείνη την μέρα έγραψα στους γονείς του και στην Αναστασία, θυμάμαι τους υποσχέθηκα ότι θα τον κάναμε περήφανο, θα νικούσαμε, δεν έφυγε μάταια. Φυσικά και δεν έφυγε μάταια, ακόμα πιστεύω ότι όλον τον υπόλοιπο καιρό στο μέτωπο μας προστάτευε ακόμα και αν πλέον βρισκόταν στα λιβάδια που δεν φτάνει ο ανθρώπινος νους.
Αθέτησα την υπόσχεση μου. Η εκστρατεία δεν έφερε ποτέ νίκη και απ' όσα και όσους χάσαμε ακόμα σκέφτομαι τον μικρό. Αναρωτιέμαι ακόμα πως θα ήταν σήμερα, αν θα κατόρθωνε όλα όσα μου είχε περιγράψει, τον γάμο, το αρχοντικό για την Αναστασία. Ένα ερώτημα που θα πρέπει να περιμένω μέχρι να μάθω την απάντηση, μέχρι να τον δω ξανά, άραγε περνάει καλά εκεί πάνω; Και βέβαια περνάει καλά, για όλα έχει φροντίσει ο Θεός. Έχω τόσα που θέλω να πω στον μικρό μπαγάσα. Σύντομα. Όλα έρχονται στην ώρα τους.
Μετά από τον πόλεμο επέστρεψα σπίτι, Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε πάλι η δουλειά στο παντοπωλείο της οικογένειας, και η δουλειά ήταν καλή ειδικά αυτήν την εποχή με την αύξηση του πληθυσμού. Μετανάστες από την Μικρασία, μετανάστες που πριν κάτι μήνες αποκαλούσαμε συμπατριώτες και μας βλέπανε σαν θεόσταλτο δώρο, σαν ήρωες. Με την ελπίδα ότι θα δουν το γαλάζιο στους τόπους των προγόνων μας, ένα ακόμα αύριο που δεν είδε το φως της μέρας.
Πέρασαν μήνες, η ζωή προχώρησε, εγώ πίστευα ότι προχώρησα όμως δεν μπορούσα να το κρύψω ότι είχα πλημμύρα από σκέψεις για τον μικρό. Μια τρικυμία που δεν σταμάτησε ποτέ, σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα, τι έγινε με τους γονείς του; Ο πατέρας του συνεχίζει την εργασία στα χωράφια; Η μητέρα του πως στέκεται τώρα που η πνοή που έφερε στον κόσμο έπαψε να υπάρχει; Τα αδέλφια του; Η Αναστασία; Ερωτήματα που συνέχιζαν να στροβιλίζουν μέσα μου, έπρεπε να μάθω, έτσι λοιπόν μια Κυριακή του Ιουλίου ανέβηκα στην άμαξα με προορισμό την Άφυτο. Ύστερα από δύο στάσεις φτάσαμε το απόγευμα της επόμενης μέρας, αμέσως ρώτησα τους ντόπιους για το σπίτι των γωνιών του μικρού. Το σπίτι ήταν διώροφο, πετρόχτιστο, ακριβώς απέναντι από την εκκλησία των Ταξιαρχών, στάθηκα για ώρα κοιτώντας το, μέχρι που τελικά άκουσα μια φωνή. "Δεν είναι προς πώληση". Ένας άντρας, περίπου στο μπόι μου με γκρίζα μαλλιά και ένα μεγάλο χαμόγελο. Γέλασα. "Μακάρι να ήταν" απάντησα, η ζωή ήταν πιο ήσυχη στο χωριό μακριά από τις φασαρίες της πόλης. Οι άνθρωποι για πρώτη φορά είχαν πρόσωπα, δεν ήταν κορμιά που περιπλανιόντουσαν με άγνωστο προορισμό, δεν είχε περάσει ούτε μια μερα που ήμουν εδώ και ένιωθα πως δεν είχα φύγει ποτέ.
Βέβαια η ζωή στην πόλη ήταν αναγκαία, η δουλειά στο παντοπωλείο πλήρωνε καλά και είχα περισσότερες ανέσεις. Αλλα κάποια μερα που επιτέλους θα ξεκουραζόμουν και θα άφηνα την εργασία θα ερχόμουν εδώ, ήταν σίγουρο, είχαμε όμως πολύ δρόμο μέχρι τότε.
"Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι; ", ξεχάστηκα, οι σκέψεις μου ήταν πολλές και ακόμα κοιτούσα το σπίτι. Εξήγησα στον άνθρωπο τον λόγο που ήμουν εδώ, "Δεν περιμέναμε επισκέψεις, σε ξέρω από κάπου παιδί μου;", " Όχι αλλα ήξερα τον γιο σας", αποκρίθηκα, το χαμόγελο έφυγε από το πρόσωπο του και άρχισε να δακρύζει, ο γιος του ήταν ίδιος, το βλέμμα με τον δακρυσμένο πατερά μου τον έφερε εικόνα στο κεφάλι, το όμορφο παιδί με όλο το μέλλον μπροστά του. Το μυαλό μου πάλι φεύγει. "Πέρνα μέσα παιδί μου", ο στεναχωρημένος μα περήφανος πατέρας με συνόδεψε στην αυλή του σπιτιού, μου είπε να περιμένω λίγο έξω στον κήπο όσο αυτός θα πήγαινε μέσα για να ενημερώσει την μητέρα του μικρού. Ο κήπος ήταν μεγάλος, με κάθε λογής άνθη, αλλά υπήρχαν και συγκεκριμένα σημεία οπού η οικογένεια μεγάλωνε ντομάτες, πιπεριές και πορτοκάλια. Ήταν μια αλλαγή από το γκρίζο τοπίο της πόλης ή τα καστανά χρώματα του χώματος στα χαρακώματα, μακάρι όμως στα χαρακώματα να βλέπαμε μόνο καστανά χρώματα, το κόκκινο χόρευε μαζι τους σαν μικρά παιδιά, και εμείς βαφόμασταν στα μαύρα όταν το αντικρίζαμε.
Commentaires